Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ. ΘΑ ΣΑΣ ΣΥΝΑΡΠΑΣΕΙ!!!

ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ (Πρώτο Βιβλίο)
του ΘΟΔΩΡΗ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Κοριτσάκι τόσο δα ήταν όταν την άρπαξαν από την αγκαλιά μου. Ένα μπουμπούκι το κορμάκι της που δεν αξιώθηκα να το δω ν' ανθίζει. Δεν το χάρηκα. Δεν το χόρτασα. Μόνο τ' αγκάθια… τ' αγκάθια μόνο χόρτασα. Τα βράδια, όταν οι σκιές της αβάσταχτης απουσίας απλώνονταν και μ' έπνιγαν, στα γόνατα έπεφτα, προσευχόμουν μόνο κι έλπιζα: "Κι αν σου ζητάω πολλά, Παναγιά μου, μάνα είσαι κι Εσύ και με νιώθεις. Σαν την αγάπη της μάνας, το ξέρεις -Θεέ μου!- όμοια δεν υπάρχει σ' αυτό τον κόσμο που 'φτιαξες…". Γυναίκες του εμφυλίου... Στάχυα που τα άλεθαν αλύπητα οι μυλόπετρες της Ιστορίας. Πατρίδα, κόμμα, προδοσίες, επαναστάσεις, αντάρτικα, σφαγές και, τέλος, το παιδομάζωμα. Η πιο απάνθρωπη, η πιο σκοτεινή σελίδα του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Γυναίκες του εμφυλίου… Κεριά αναμμένα. Σαν την Αγγέλα, τη Μέλπω και την Αριάδνη. Ρωτούσαν, έτρεχαν, πόρτες χτυπούσαν μέρα και νύχτα, με μια μονάχα ελπίδα. Πως ίσως ξανανταμώσουν μια μέρα τα βλαστάρια τους. Κάποιες τα κατάφεραν. Κάποιες άλλες όχι. Γυναίκες του εμφυλίου... Μάνες της άδειας αγκαλιάς. Αυτή είναι η ιστορία τους…

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

Να με θυμόσαστε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα χωρίς ψωμί, χωρίς νερό,
πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτές μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια. Μερτικό εγώ δεν κράτησα.
Πάμπτωχος.
Μ' ένα κρινάκι του αγρού τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.


Τον θυμόμαστε πάντα τον Γιάννη Ρίτσο, γι’αυτό στα πλαίσια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του, εκείνου που αγάπησε την ποίηση και μέσα απ' αυτήν τραγούδησε τον άνθρωπο, την ομορφιά και την επανάσταση, αυτού που μίλησε για τα... δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό και για τις... πέτρες που δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα, το 7ο Γυμνάσιο Ρόδου σε συνεργασία με το ΕΚΕΒΙ και το Υπουργείο Πολιτισμού διοργανώνει εκδήλωση στο Δημοτικό Θέατρο Ρόδου την Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010 στις 19:00μμ.
Η παρουσία σας θα μας τιμήσει ιδιαίτερα.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

ΦΕΤΟΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ.....

Την "κλέφτρα των βιβλίων" του Μάρκους Ζούσακ όπου αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών, έβλεπε επομένως τα πάντα; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τις τύχες των χαρακτήρων του βιβλίου, μας τις αφηγείται, συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν είναι όμως ο φοβερός και τρομερός με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι' αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του. Λέει μετά το βομβαρδισμό της Κολονίας: "Πεντακόσιες ψυχές. Άλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου". Κι έρχεται μια στγμή, όταν πρόκειται να κουβαλήσει τον Ρούντι Στάινερ, το πιο προσφιλές του από τα πρόσωπα του έργου, που κι αυτός ακόμα ο θάνατος κλαίει. "Κάτι παθαίνω μ' αυτό το αγόρι. Κάθε φορά που το βλέπω. Είναι η μοναδική αρνητική επίδρασή του πάνω μου. Με κάνει και κλαίω".
Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και τα μέλλοντα (που κατά τον Καβάφη "γνωρίζουν οι θεοί"). Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, με άλλα λόγια προλέγει αυτά που πρόκειται να συμβούν, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό καθόλου δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ίσα-ίσα το εντείνει, θέλεις να διαβάσεις παρακάτω, να δεις πώς θα οδηγηθούν τα πράγματα ως εκεί που με υπαινιγμούς ο συγγραφέας-θάνατος άφησε να διαφανούν.
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι η Λίζελ Μέμινγκερ, ένα δεκάχρονο κορίτσι το 1939, όταν αρχίζει το έργο. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Στο νεκροταφείο κλέβει το πρώτο της βιβλίο, "Το εγχειρίδιο του νεκροθάφτη", χωρίς να ξέρει ακόμη ανάγνωση. Είναι μια έμφυτη αγάπη για το βιβλίο, όχι μόνο ως περιεχόμενο, αλλά και για το βιβλίο ως αντικείμενο, μια αγάπη που θα τη συνοδεύει σ' ολόκληρη τη ζωή της, όταν η ίδια θα γράψει ένα βιβλίο.
Η μικρή Λίζελ, μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Σύντομα ένας δυνατός συναισθηματικός δεσμός δημιουργείται με τους θετούς γονείς. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.
Ακολουθούν σκηνές από την ήσυχη ακόμα ζωή στη μικρή πόλη, γνωριμία με άλλα παιδιά, στενή φιλία της Λίζελ με τον Ρούντι, αυτόν που θα γίνει αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της, ενώ η οργάνωση της Χιτλερικής Νεολαίας, ο φανατισμός και η σκληρότητα των μελών της μας εισάγει σταδιακά στο κλίμα της εποχής. Μιας εποχής που, μεταξύ άλλων, διακρίνεται και για τις πυρκαγιές της, όπου καίνε ό,τι θεωρείται εβραϊκό ή ανατρεπτικό στο ναζιστικό καθεστώς. Από μια τέτοια πυρκαγιά η μικρή Λίζελ σώζει και κλέβει, με κίνδυνο της ζωής της, ένα δεύτερο βιβλίο.
Η κλοπή των βιβλίων θα γίνει σχεδόν εθισμός, όταν, βοηθώντας τη μητέρα της που ξενοπλένει, η Λίζελ μεταφέρει τα πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα στο σπίτι του δημάρχου κι εκεί βλέπει τη βιβλιοθήκη. Η έκπληξη και η χαρά της δεν περιγράφονται "Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ. (...) Διέτρεξε με την ανάστροφη του χεριού της το πρώτο ράφι σε όλο του το μήκος, ακούγοντας το σούρσιμο των χεριών της να γλιστράει στη ράχη κάθε βιβλίου σαν μουσικό όργανο. Χρησιμοποίησε και τα δυο της χέρια. Αγγίζοντας το ένα ράφι μετά το άλλο. Και ύστερα γέλασε. Η φωνή της ανέβηκε τσιριχτή στο λαιμό της, και όταν σταδιακά σταμάτησε να γελάει και στάθηκε στη μέση του δωματίου, πέρασε πολλά λεπτά κοιτάζοντας πότε τα ράφια και πότε τα δάχτυλά της".
Η κυρία δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει. Όμως ο πειρασμός είναι μεγάλος. Με τη βοήθεια του Ρούντι η Λίζελ αρχίζει να μπαίνει κρυφά από το ανοιχτό παράθυρο της βιβλιοθήκης και να κλέβει βιβλία (παράθυρο που θα αποδειχτεί πως ξεπίτηδες αφηνόταν ανοιχτό!).
Μια μέρα στο σπίτι των Χούμπερμαν φτάνει ο Μαξ Φάντεμπουργκ, κρατώντας για καμουφλάζ το Mein Kampf. Είναι Εβραίος, γιος ενός παλιού συμπολεμιστή του Χανς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε σώσει τότε τη ζωή του Χανς. Έτσι τώρα αυτός το ανταποδίδει κρύβοντας τον Μαξ. Τα βιβλία θα ενώσουν τη Λίζελ και με τον Μαξ, που θα μείνει για δυο χρόνια κρυμμένος στο υπόγειο.
Η αγάπη για τα βιβλία μπλέκεται μέσα στο μυθιστόρημα με την όλη ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, είναι οι νέοι που χάνονται, είναι οι πατέρες που επιστρατεύονται, είναι η πείνα και οι διωγμοί των Εβραίων.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ




Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας ιδρύθηκε στην Αλεξάνδρεια, στο Αλεξανδρινό μουσείο, κατά τον 3ο αιώνα π.Χ. από την δυναστεία των Πτολεμαίων και αποτελούσε συνέχεια του οράματος του μέγα Αλέξανδρου που επιθυμούσε να γίνει η νεόκτιστη Αλέξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της μεσογείου αλλά και παγκόσμιο πολιτιστικό κέκτρο. Πολύ γρήγορα εμπλουτίστηκε με κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας αλλά και με κείμενα των λαών της ανατολής. Αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι οι τόμοι της ξεπουρνούσαν τις 700 χιλιάδες. Η φήμη της σαν ένα σπουδαίο ερευνητικό και φιλολογικό κέντρο ξεπερνούσε τα όρια των ελληνιστικών βασιλείων.Στην βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εργάστηκαν πολύ σπουδαίοι αρχαίοι έλληνες σοφοί, αναμεσά τους ο Ερατοσθένης, ο Ζηνόδοτος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο Καλλίμαχος κ.α. Στο Αλεξανδρινό μουσείο* που τμήμα του ήταν η βιβλιοθήκη δημιουργήθηκε στην ουσία το πρώτο πανεπιστήμιο στον κόσμο. Η βιβλιοθήκη είχε και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα επειδή της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργεί αντίγραφο για κάθε χειρόγραφο που εμφανίζονταν στην Αίγυπτο. Για το σκοπό είχε ειδικά ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό αντιγραφέων. Ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιοθήκης καταστράφτηκε το 47 π.Χ κατά τον Αλεξανδρινό πόλεμο. Αργότερα ανοικοδομήθηκε και συμπληρώθηκε από την βιβλιοθήκη της Περγάμου. Το 391 μ.Χ την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδόσιου του Α' ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιοθήκης καταστράφηκε από φανατικούς χριστιανούς. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε τον 7ο και 8ο αιώνα με την αραβική κατάκτηση .


Η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας


Με τον όρο Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή bibliotheca alexandrina εννοείται η προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου υπό την αιγίδα της UNESCO και της αιγυπτιακής κυβέρνησης.
Από το 2002 που έγινε η έναρξή της η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προμηθεύει την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και κάθε ενδιαφερόμενο που μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία της με μοναδικές συλλογές γνώσης πάνω σε θέματα αρχαίων και μεσαιωνικών πολιτισμών, καθώς και σύγχρονων επιστημών και προσφέρει τα μέσα για κοινωνικές και οικονομικές μελέτες σε τοπικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.




Η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας βρίσκεται παράλληλα στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και κοιτάζει προς τη Μεσόγειο με τη βόρεια πλευρά της. Η περιοχή της Σελσέλα, όπως ονομάζεται, είναι σχεδόν η ίδια περιοχή με εκείνη την οποία καταλάμβανε η αρχαία βιβλιοθήκη. Στην περιοχή του Βρουχίου αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία φιλοξενούνται πλέον στο Μουσείο της Βιβλιοθήκης. Η θέα προς τον ανατολικό λιμένα αποκαλύπτει τo παλιό φρούριο των Μαμελούκων στο Καΐτ Μπέι, το οποίο χτίστηκε το 1480, πάνω στα χαλάσματα του περίφημου Φάρου.
Η Βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να συγκλίνει προς τη θάλασσα, ενώ ένα τμήμα της είναι βυθισμένο σε μια δεξαμενή νερού, έτσι ώστε να συμβολίζει τον αρχαίο αιγυπτιακό ήλιο που προβάλλει από τη θάλασσα. Η επικλινής στέγη του οικοδομήματος επιτρέπει την έμμεση χρήση του ηλιακού φωτός στα περισσότερα τμήματα της βιβλιοθήκης και ταυτόχρονα δίνει καθαρή θέα προς τη θάλασσα. Σχεδιασμένος σαν βέλος ένας αεροδιάδρομος ενώνει τη βιβλιοθήκη με το Πανεπιστήμιο, ενώ όλο το κτίριο είναι περιτειχισμένο με πέτρα από γρανίτη του Ασουάν, πάνω στον οποίο είναι σχεδιασμένα καλλιγραφικά γράμματα και αντιπροσωπευτικές επιγραφές από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Στην ουσία ο όλος σχεδιασμός αποδίδει την κληρονομιά του παρελθόντος και την αναβίωση μιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που αγγίζει και τις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου.
Η βιβλιοθήκη καλύπτει μια συνολική περιοχή 40.000 ενώ το συνολικό εμβαδόν των ορόφων της καλύπτει τα 69.000 μ2. Έχει 13 ορόφους μέσα στους οποίους υπάρχουν 3.500 θέσεις μελέτης, 8.000.000 τόμοι (προς το παρόν), 50.000 χάρτες, 100.000 χειρόγραφα, 30 βάσεις δεδομένων, 10.000 σπάνιες εκδόσεις, 200.000 δίσκοι και μαγνητοταινίες με μουσικά θέματα, 50.000 βίντεο και 578 εργαζόμενοι (προς το παρόν).Οπωσδήποτε οι αριθμοί θα αλλάξουν δραστικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς αναμένεται μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις κυβερνήσεις για οικονομική και σε είδος βοήθεια, αυστηρά σε θέματα ανάπτυξης της βιβλιοθήκης. Στο όλο σύμπλεγμα τέλος περιλαβάνεται συνεδριακό κέντρο με 3.200 θέσεις, μουσείο επιστημών, πλανητάριο, σχολή πληροφορικής, ινστιτούτο καλλιγραφίας.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

Αυτή η σύνοψη δεν είναι διαθέσιμη. Κάντε κλικ εδώ, για να δείτε την ανάρτηση.

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ

Αυτή η σύνοψη δεν είναι διαθέσιμη. Κάντε κλικ εδώ, για να δείτε την ανάρτηση.

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΜΕΝΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

Μέσω του ΕΚΕΒΙ περιηγηθείτε στα ηλεκτρονικά τεύχη των περιοδικών:
«Νέα Εστία», «Οδός Πανός», «Πλανόδιον», «Περίπλους», «Το Δέντρο» και «Η Λέξη».

Πρόκειται για τα περιοδικά που, ύστερα από τη σχετική ενημέρωση από πλευράς ΕΚΕΒΙ, ανταποκρίθηκαν άμεσα στην υλοποίηση του προγράμματος παραχωρώντας την άδεια να ψηφιοποιηθούν και να αναρτηθούν στον κόμβο του παλαιότερα τεύχη τους, ξεκινώντας από το έτος ίδρυσής τους μέχρι την ημερομηνία που όρισε καθένα από αυτά.Κι αποτελεί φιλοδοξία η συνέχιση του έργου στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου ψηφιοποίησης των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών.
Για αναζήτηση κειμένου ή αρθρου επισκεφθείτε την ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ:
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=488

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

ΦΕΤΟΣ ΤΑΞΙΔΕΨΑΜΕ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ


Στις 22 Μαρτίου 16 μαθητές της Γ΄Γυμνασίου με τους καθηγητές Νιωτάκη Αναστασία, Μαριεττάκη Δημήτρη και Χατζηλία Μαρίζα επισκέφθηκαν το Βερολίνο στα πλαίσια του πολιτιστικού προγράμματος Πρωτεύουσες της Ευρώπης: Βερολίνο.


ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΑΞΙΟΘΕΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ ΠΟΥ ΕΙΔΑΜΕ ΕΙΝΑΙ:

ALEXANDERPLATZ
Η Αλεξάντερπλατς ονομάστηκε έτσι για να τιμήσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α'. Υπέστη μεγάλες ζημιές κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το πέρασμα του πολέμου, αναστηλώθηκαν πολλά από τα κτίρια και χτίστηκαν πολλά νέα. Σήμερα χαρακτηριστικό αξιοθέατο της πλατείας είναι ο Πύργος της Τηλεόρασης, Φερνζετουρμ.


ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Ο Φέρνσετουρμ (Fernsehturm, γερμανικά για το "τηλεοπτικός πύργος") είναι ένας τηλεοπτικός πύργος στο κέντρο του Βερολίνου, Γερμανία. Είναι ένα γνωστό αξιοθέατο κοντά στην πλατεία Alexanderplatz. Ο πύργος χτίστηκε μεταξύ το 1965 και το 1969 από στιν πρώην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο πύργος είναι ορατός σε όλες τις κεντρικές περιοχές του Βερολίνου, και παραμένει ένα σύμβολο της πόλης.
Το αρχικό συνολικό ύψος του πύργου ήταν 365 μ, αλλά μετά από την εγκατάσταση μιας νέας κεραίας στη δεκαετία του '90, το ύψος είναι τώρα είναι 368 μ.
Ο Φέρνσετουρμ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη δομή στην Ευρώπη, μετά από τον
Πύργο Οστάνκινο της Μόσχας. Υπάρχει μια πλατφόρμα επισκεπτών και ένα εστιατόριο στη μέση της σφαίρας. Η πλατφόρμα επισκεπτών είναι σε ένα ύψος περίπου 204 μέτρων επάνω από το έδαφος. Το εστιατόριο, το οποίο περιστρέφεται σε είκοσι λεπτά, είναι επάνω από την πλατφόρμα επισκεπτών. (Αρχικά γύρισε μία φορά ανά ώρα η ταχύτητα διπλασιάστηκε αργότερα, και τριπλασιάστηκε μετά από την πρόσφατη ανακαίνιση στη δεκαετία του '90) Μέσα στον άξονα είναι δύο ανελκυστήρες για να φέρνει τους επισκέπτες σαν σφαίρα του πύργου σε 16 δευτερόλεπτα.

ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΗΜΑΡΧΕΙΟ
Το σημερινό κτίριο του δημαρχείου σχεδιάστηκε από τον Χέρμαν Φρίντριχ Βάζερμαν και χτίστηκε μεταξύ 1861-1869. Ο αρχιτέκτονας εμπνεύστηκε από τα ιταλικά, αναγεννησιακά δημοτικά μέγαρα, αλλά ο πύργος θυμίζει τον καθεδρικό της Λυόν στη Γαλλία. Οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από κόκκινο τούβλο, από όπου προέρχεται και η ονομασία του δημαρχείου και όχι από τις πολιτικές πεποιθήσεις των δημάρχων. Στο κτίριο υπάρχει ζωφόρος που παρουσιάζει πτυχές της πολιτικής, οικονομικής και καλλιτεχνικής ιστορίας του Βερολίνου.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Τόπος προσευχής όσων σημάδεψαν την ήρεμη συνένωση της Γερμανίας το 1989.

ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ
Το Ράιχσταγκ χτίστηκε για να στεγάσει το Γερμανικό Κοινοβούλιο και να αποτελέσει τη βιτρίνα των φιλοδοξιών της νεοσύστατης Γερμανικής Αυτοκρατορίας του 1871. Οικοδομήθηκε μεταξύ 1884-1894 και πραγματοποιήθηκε με τα λεφτά που κατέβαλαν οι Γάλλοι ως πολεμική αποζημίωση. Το Δεκέμβριο του 1916 προστέθηκε στην πρόσοψη η φράση "Dem Deutschen Volke" που σημαίνει στο Γερμανικό Λαό.


ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΒΡΑΝΔΕΜΒΟΥΡΓΟΥ
ΠΥΛΗ του Βρανδεμβούργου είναι το κυρίαρχο σύμβολο του Βερολίνου. Σχεδιάστηκε από τον Καρλ Γκότχαρντ Λάνγκχανς και βασίστηκε στα Προπύλαια της Ακρόπολης στην Αθήνα. Ανεγέρθηκε μεταξύ 1788-1791, όμως ο γλυπτός διάκοσμος της ολοκληρώθηκε το 1795. Δυο περίπτερα, περιστοιχίζουν τις κραταιές δωρικές κολόνες, τις στεφανωμένες με το θριγκό. Στα πρότυπα εικονίζονται σκηνές από την ελληνική μυθολογία και ολόκληρο το οικοδόμημα . στεφανώνεται από το γλυπτό Τέθριππο, έργο του Γιόχαν Γκότφρινι Σάντοβ. Το Τέθριππο αρχικά θεωρείτο σύμβολο της ειρήνης. Το 1806, στη διάρκεια της γαλλικής κατοχής, διαλύθηκε, κατά διαταγή του Ναπολέοντα, και μεταφέρθηκε στο Παρίσι. Όταν επεστράφη, το 1814, ανακηρύχθηκε σύμβολο νίκης και η θεά απέκτησε μια ράβδο με τον πρωσικό αετό και ένα σιδερένιο σταυρό διακοσμημένο με ένα δάφνινο στεφάνι. Η Πύλη του Βρανδεμβούργου υπήρξε μάρτυρας πολλών σημαντικών γεγονότων στο Βερολίνο: από στρατιωτικές παρελάσεις μέχρι τους εορτασμούς του Δεύτερου Ράιχ και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Εδώ, τον Μάιο του 1945, υψώθηκε η ρωσική σημαία ενώ στις 17 Ιουνίου 1953 σκοτώθηκαν 25 εργάτες που διαδήλωναν ζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Η πύλη βρισκόταν στο Ανατολικό Βερολίνο. Αναστυλώθηκε μεταξύ 1956-1958, όταν το Τέθριππο ξαναστήθηκε στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το 1989 ήταν φρουρός της διαιρεμένης πόλης. Τη διετία 2000-2002 η πύλη αναπαλαιώθηκε.


ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Ένα εικονικό σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, χώριζε την Γερμανία στα 2 για 28 χρόνια, από τότε που ανεγέρθηκε στις 13 Αυγούστου του 1961 μέχρι και την κατεδάφισή του το 1989.To τείχος του Βερολίνου, γνωστό τότε στην Σοβιετική Ένωση και στην Γερμανική Δημοκρατία ως το «Αντι-Φασιστικό Προπύργιο» χώριζε την Γερμανία σε Ανατολική και Δυτική. Όταν η Κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας ανακοίνωσε, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, μετά από πολλές εβδομάδες διαδηλώσεων ότι μπορούσαν πλέον να περάσουν το Τείχος και να πάνε στην Δυτική πλευρά, πλήθος Ανατολικό-Γερμανών σκαρφάλωσαν και πέρασαν στην άλλη πλευρά του Τείχους όπου τους υποδέχτηκαν οι συγγενείς και φίλοι τους στην Δυτική πλευρά. Τις επόμενες εβδομάδες, οι Γερμανοί άρχισαν να σπάνε κομμάτια του Τείχους και αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ειδικά μηχανήματα για την κατεδάφισή του. Η πτώση του Τείχους σηματοδότησε την έναρξη των διαδικασιών για την ένωση της Γερμανίας που οριστικοποιήθηκε στις 3 Οκτωβρίου του 1990. Το Μνημείο του Τείχους βρίσκεται στην Ακερστρασε και είναι το μόνο σημείο που δείχνει πώς ήταν διαμορφωμένη η περιοχή στην πλευρά του Ανατολικού Βερολίνου. Εδώ βρίσκεται και το Κέντρο Ντοκουμέντων με φωτογραφίες, φιλμ και άλλα εκθέματα σχετικά με το Τείχος.


ΣΤΗΛΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Η στήλη αυτή κατασκευάστηκε σε ανάμνηση της νίκης στον πρωσοδανικό πόλεμο του 1864. Ύστερα από τους πολέμους με της Αυστρία και τη Γαλλία στην κορυφή της κολώνας προστέθηκε ένα επίχρυσο άγαλμα του Ντράκε. Αρχικά βρισκόταν μπροστά από το Ράιχσταγκ, αλλά μεταφέρθηκε από τη ναζιστική κυβέρνηση στη σημερινή του θέση το 1938.


ΖΩΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ
Ο Ζωολογικός κήπος είναι ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Βερολίνου. Στην πραγματικότητα, είναι τμήμα του Τίργκαρτεν και χρονολογείται από το 1844· πρόκειται δηλαδή για έναν από τους παλαιότερους της Γερμανίας. Μπορείτε να μπείτε από τη Χαρντενμπέργκπλατς, μέσω της Πύλης των Λεόντων, ή από την Μπουνταπέστερ Στράσε, από την Πύλη του Ελέφαντα. Ο ζωολογικός κήπος διαθέτει αρκετά αξιοθέατα, όπως το κλουβί των πιθήκων, όπου ζει μια οικογένεια γοριλών και ένα ειδικό σκοτεινό περίπτερο για την παρατήρηση των νυκτόβιων ζώων. Η λίμνη των ιπποπόταμων έχει έναν ειδικό ημιδιαφανή τοίχο, ο οποίος επιτρέπει στον επισκέπτη να βλέπει τα ζώα ενώ κάνουν το μπάνιο τους. Το ενυδρείο, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, καρχαρίες, πιράνχας και ασυνήθιστα πλάσματα από κοραλλιογενείς υφάλους. Υπάρχει, επίσης, ένας χώρος για τα ερπετά. Μέσα στην πυκνή ζούγκλα που ζει μια ομάδα κροκοδείλων. Ένα από τα πιο αγαπημένα ζώα του κήπου είναι ο Μπάο-Μπάο.

ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙΖΕΡ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ
Κοντά στον Ζωολογικό Κήπο βρίσκεται η εκκλησία του Κάιζερ Γουλιέλμου, ένα από τα εντυπωσιακότερα μνημεία της πόλης. Δίπλα στον, μισοκατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς, μπαρόκ πύργο υψώνεται το κυρίως κτίριο της εκκλησίας, μια σύγχρονη κατασκευή στολισμένη με βιτρό από μπλε γυαλί.


KURFUERSTENDAMM
Η διασημότερη λεωφόρος του δυτικού Βερολίνου και κομψότερη ταυτόχρονα. Η πλατιά λεωφόρος διαμορφώθηκε κατά τη δεκαετία του 1880 πάνω σε ένα παλιό μονοπάτι που οδηγούσε στο δάσος του Γκρούνεβαπτ. Πολύ γρήγορα χτίστηκαν εδώ επιβλητικά κτίρια και μεγάλα ξενοδοχεία. Στο Μεσοπόλεμο η Κούνταμ φημιζόταν για τα μεγαλοπρεπή καφενεία της, όπου σύχναζαν διάσημοι συγγραφείς, σκηνοθέτες και ζωγράφοι. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο, τα κατεστραμμένα σπίτια αντικαταστάθηκαν με σύγχρονα κτίρια. Μην παραλείψετε να επισκεφθείτε το καφέ Kranzler.


SONY CENTER/IMAX 3D
Εφτά ατσαλένιες και γυάλινες κατασκευές και μια ηλιόλουστη πλατεία με μια καινοτόμα πανέμορφη οροφή μας προσφέρουν ένα μοντέρνο τρόπο διασκέδασης. Events, café, και εστιατόρια στη μέση της Γερμανικής πρωτεύουσας. Το sony Center στην Potsdamer Platz είναι ένα συγκρότημα εφτά κτιρίων από γυαλί και ατσάλι. Αυτά συμπεριλαμβάνουν γραφεία, διαμερίσματα, σινεμά, εστιατόρια, το Μουσείο Κινηματογράφου και τα κεντρικά γραφεία της Sony στην Ευρώπη. Η κατασκευή της οροφής είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Όλη η οροφή συνδέεται με ένα ατσαλένιο κρίκο στο κέντρο της οροφής όπου κρατάει όλο το βάρος της. Εδώ είναι και το υψηλότερο κτίριο της Potsdamer Platz, στα 103 μέτρα ψηλά. Καθώς οι επισκέπτες περπατάνε ανάμεσα στα κτιριακά συγκροτήματα και φτάσουν στην κεντρική πλατεία θα δουν ότι η προσοχή τους στρέφεται κατευθείαν στην οροφή. Αυτή εδώ η περιοχή έχει café και εστιατόρια που είναι σχεδιασμένα για τις ανάγκες των θεατών του σινεμά, των τουριστών, των επισκεπτών του μουσείου του Κινηματογράφου και όχι μόνο.
Σύμφωνα με τον αρχιτέκτονα Jahn: «Κατά την ανακατασκευή του Βερολίνου, το Sony Centre είναι ένα καινούριο τεχνικό όραμα…Το Sony Center είναι μια νέα μορφή κουλτούρας για την καινούρια χιλιετία όπου η δουλειά της διασκέδασης αποτελεί ένα από τις πιο σημαντικές προκλήσεις.» Στο Sony Centre θα βρείτε τον κινηματογράφο όπου μπορείτε να απολαύσετε ταινίες με την πρωτοποριακή τεχνολογία της IMAX 3D. Οι ταινίες που προβάλλονται σε αυτή την μορφή είναι συνήθως ντοκιμαντέρ και εκπαιδευτικού περιεχομένου.


ΣΗΜΕΙΟ ΤΣΑΡΛΙ
Το Checkpoint Charlie είναι το σημείο που το Ανατολικό Βερολίνο συναντά το Δυτικό. Ονομάστηκε έτσι κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Υπάρχουν πολλά σημεία (Checkpoints) όπου το Ανατολικό Βερολίνο συναντά το Δυτικό. Το Checkpoint Charlie ήταν το σημείο όπου οι «Δυτικοί» περνούσαν στην Ανατολική πλευρά, με τα πόδια ή με το αμάξι. Το Checkpoint Charlie βρίσκεται στην διασταύρωση της Friedrichstraße με την Zimmerstraße και την Mauerstraße. Το Checkpoint Charlie έγινε ένα σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου, που συμβόλιζε την διαίρεση μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου, και για μερικούς Ανατολικο-Γερμανούς ήταν η διέξοδος για την ελευθερία. Το συναντάμε συχνά σε πολλές ταινίες και βιβλία με θέματα κατασκοπείας όπως τα βιβλία του John le Carré. Το διάσημο Cafe Adler ("Cafe Αετός") βρίσκεται ακριβώς πάνω στο Checkpoint και ήταν ιδανικό για τα μέλη των Συμμαχικών Δυνάμεων που μπορούσαν να δουν την Ανατολική Πλευρά του Βερολίνου καθώς απολάμβαναν ένα ποτό.

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ
Στην ανατολική πλευρά της Unter den Linden, στον ποταμό Spree, βρίσκεται το νησί των μουσείων που είναι ένα από τα ομορφότερα σημεία του Βερολίνου. Εκεί υπάρχουν πέντε ιστορικά μουσεία. Από το 1999 ανήκει στα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO ενώ επίσης φιλοξενεί και τον μεγαλοπρεπή Berliner Dom.Στο Νησί φυλάσσονται εκθέματα όπως τα ευρήματα της Αρχαίας Περγάμου.


ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΕΡΓΑΜΟΥ
Το μουσείο της Περγάμου χτίστηκε από το 1912 έως το 1930 σε σχέδια του 'Αλφρεντ Μέσελ και του Λούντβιχ Χόφμαν. Στεγάζει μία από τις διασημότερες συλλογές αρχαιοτήτων στην Ευρώπη και χρωστά το όνομά του στον περίφημο Βωμό της Περγάμου, ο οποίος δεσπόζει στην κεντρική αίθουσα. Οι τρεις ανεξάρτητες συλλογές - το Μουσείο Αρχαιοτήτων (ελληνικών και ρωμαϊκών), το Μουσείο Αρχαιοτήτων Εγγύς Ανατολής και το Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης - είναι αποτέλεσμα των ανασκαφών που διεξήγαγαν οι γερμανικές αρχαιολογικές αποστολές στην Εγγύς και στη Μέση Ανατολή τα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα. Το καλύτερο από τα εκθέματά του είναι ο Βωμός από την ακρόπολη της αρχαίας Περγάμου στη Μικρά Ασία. Αποτελούσε τμήμα ενός μεγαλύτερου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, μοντέλο του οποίου εκτίθεται επίσης στο μουσείο. Η συλλογή περιλαμβάνει τμήματα και από άλλα οικοδομήματα της Περγάμου της ίδιας περιόδου, όπως ένα κομμάτι από το Ναό της Νικηφόρου Αθηνάς. Παρουσιάζονται επίσης ορισμένα εξαιρετικά δείγματα ελληνικής γλυπτικής, αυθεντικά αλλά και ρωμαϊκά αντίγραφα, καθώς και πολλά αγάλματα Ελλήνων θεών που βρέθηκαν στη Μίλητο, στη Σάμο και στη Νάξο. Η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται επάξια από την εντυπωσιακή πύλη της αγοράς της Μιλήτου, που χρονολογείται από το 2ο π.Χ. αιώνα. Από τα εντυπωσιακότερα εκθέματα είναι η πύλη της Ιστάρ και η Τελετουργική Οδός που οδηγεί σε αυτήν από την αρχαία Βαβυλώνα. Τα λιοντάρια και πολλά από τα γυαλιστερά αυτά τούβλα είναι αυθεντικά. Επίσης μπορείτε να δείτε αντικείμενα από την Περσία, Συρία, και Παλαιστίνη, με χαρακτηριστικό ανάμεσά τους ένα γιγαντιαίο γλυπτό πουλί από βασάλτη του Τελ Χαλάφ και ένα επισμαλτωμένο ανάγλυφο τοίχου ενός ακοντιστή από το ανάκτορο του Αρταξέρξη Β' στη Σούσα. Στο τμήμα ισλαμικής τέχνης θα δείτε ένα τμήμα μήκους 45 μέτρων από την πρόσοψη ανακτόρου στην έρημο της Ιορδανίας. Επίσης, το έκθεμα μιχράμπ, δηλ. την κόγχη ενός τζαμιού που είναι στραμμένο προς τη Μέκκα, το οποίο είναι καλυμμένο με σμάλτο και ζαφείρια. Εντυπωσιακά χαλιά που προέρχονται από το Ιράν, τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και τον Καύκασο εκτίθενται εδώ.


ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΣΑΡΛΟΤΕΝΜΠΟΥΡΓΚ
Το θερινό ανάκτορο των Πρώσων βασιλέων χτίστηκε μεταξύ 1695 και 1713. Η ανατολική πτέρυγα (νέα πτέρυγα) που φιλοξενεί τη χρυσή γκαλερί ήταν η επίσημη κατοικία του Φρειδερίκου του Μέγα. Η κατασκευή ξεκίνησε σε σχέδια του Νέρινγκ, αλλά αργότερα ο Γιόχαν Εοζάντερ φον Γκέτε επεξέτεινε το μέγαρο, στεφανώνοντάς το με ένα τρούλο και προσθέτοντας την πτέρυγα του πορτοκαλεώνα (δυτική πτέρυγα). Στο ανάκτορο αξίζει να δείτε την Αίθουσα της Πορσελάνης, η οποία είναι γεμάτη από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι με γιαπωνέζικες και κινεζικές πορσελάνες. Επίσης μπορείτε να θαυμάσετε πολλά έργα τέχνης, μεταξύ αυτών τη "Ταμπέλα του Ζερσέν" του Αντουάν Βατώ

ΟΥΝΤΕΡ ΝΤΕΝ ΛΙΝΤΕΝ
Αρχικά (1575) ήταν η οδός πρόσβασης προς τα ανάκτορα, θέατρο μεγάλων πομπών επί Πρώσων βασιλέων και Κάιζερ, τόπος περιπάτου της αστικής τάξης, εμπορική αρτηρία επί βιομηχανικής επανάστασης και λεωφόρος του θριάμβου του σοσιαλισμού επί Λαϊκής Δημοκρατίας. Εδώ βρίσκονται η παλιά σοβιετική πρεσβεία, η εθνική βιβλιοθήκη, το άγαλμα του Φρειδερίκου ΄Β και το περίφημο ανάκτορο του Γουλιέλμου Ά.


ΚΡΑΤΙΚΗ ΟΠΕΡΑ
Ένα από τα αξιοθέατα στη λεωφόρο Ούντερ ντεν Λίντεν είναι η Κρατική Όπερα. Ένας από τους διευθυντές και μαέστρους της Όπερας υπήρξε ο Ρίχαρντ Στράους. Κατά καιρούς έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα τραγουδιστών, μουσικών και ανθρώπων της μουσικής γενικότερα.


ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΣΑΝ ΣΟΥΣΙ
Σαν Σουσί στα γαλλικά σημαίνει "χωρίς έννοιες". Το ροκοκό αυτό ανάκτορο χτίστηκε το 1745 σε σχέδια του ίδιου του Φρειδερίκου του Β' σε συνεργασία με το αρχιτέκτονα Κνόμπελσντορφ. Τα διαμάντια του ανακτόρου είναι οι πίνακες του Αντουάν Βατώ, ο οποίος ήταν ένας από τους αγαπημένους του Μεγάλου Φρειδερίκου.




ΠΑΡΚΟ ΣΑΝ ΣΟΥΣΙ
Το πελώριο πάρκο Σαν Σουσί καταλαμβάνει 287 εκτάρια και είναι ένα από τα ωραιότερα βασιλικά συγκροτήματα της Ευρώπης. Εδώ θα βρείτε 2 ανάκτορα, το Νέο Ανάκτορο και το ανάκτορο Σαν Σουσί και η Ορανζερί που χτίστηκε για να στεγάσει ξένους βασιλείς και επισκέπτες. Στο Νέο ανάκτορο αξίζει να επισκεφθείτε την Αίθουσα του Σπηλαίου που είναι διακοσμημένη με ημιπολύτιμους λίθους, κοράλλια, κοχύλια και τεχνητούς σταλακτίτες, αλλά και τη Μαρμάρινη Αίθουσα, που ουσιαστικά είναι η Αίθουσα Χορού και οι τοίχοι της φέρουν μαρμάρινες ενθέσεις και μια ωραία νωπογραφία στο ταβάνι.




ΠΟΤΣΝΤΑΜ
Το Πότσνταμ ή Πότσδαμ (γερμ. Potsdam) είναι η πρωτεύουσα του γερμανικού κρατιδίου του Βρανδεμβούργου. Η πόλη είναι ευρέως γνωστή για τα μοναδικά πολιτιστικά τοπία της, ειδικότερα τα πάρκα και τα κάστρα Sanssouci, μια περιοχή παγκόσμιας κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Το Potsdam-Babelsberg είναι ένα από τα κύρια κέντρα της ευρωπαϊκής παραγωγής ταινιών. Το Filmstudio Babelsberg συνεργάζεται όλο και περισσότερο με σημαντικές επιχειρήσεις από το Λος Άντζελες. Η ορχήστρα "Deutsches Filmorchester Babelsberg" ηχογραφεί συχνά κομμάτια για μουσική επένδυση εγχώριων και ξένων κινηματογραφικών ταινιών. Η ορχήστρα παρουσιάζει επίσης πολλές συναυλίες στο Nikolaisaal.
Γεωγραφία
Το Πότσδαμ βρίσκεται 26χλμ. νοτιοδυτικά του
Βερολίνου. Το διασχίζει ο ποταμός Χάβελ, και η πόλη χαρακτηρίζεται από μια σειρά διασυνδεδεμένων λιμνών μεταξύ των οποίων η Griebnitzsee, η Templiner See και άλλες.
Ιστορία
Η πόλη ιδρύθηκε περίπου τον 7ο αιώνα από σλαβικά φύλλα. Το Πότσδαμ γνώρισε μεγάλη άνθηση όμως στα χρόνια του
Φρειδερίκου του 2ου (του Μέγα) ο οποίος ήταν πεφωτισμένος μονάρχης. Ο Φρειδερίκος ο 2ος αναμόρφωσε το Πρωσικό κράτος και από τα έσοδα που του απέφεραν οι νέες περιοχές που κατέκτησε έχτισε από το 1745 πολλά μεγαλοπρεπή κτίσματα στην περιοχή του Βρανδεμβούργου, μεταξύ των οποίων τα ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή Sans Souci και Νέο Παλάτι (Neue Palais), τα οποία περιβάλλονται από μεγάλους κήπους μέσα στους οποίους περιλαμβάνονται και μικρότερα κτίσματα όπως το Κινεζικό Τεϊοποτείο και τα Ρωμαϊκά Λουτρά. Aπό τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου 1945 έλαβε χώρα στο παλάτι Cecilienhof η Σύνοδος του Πότσδαμ στην οποία έλαβαν μέρος οι 3 μεγαλύτερες χώρες των συμμαχικών δυνάμεων, οι ΗΠΑ, η Αγγλία και η Σοβιετική Ένωση με εκπροσώπους τους Χάρι Τρούμαν, Ουίνστων Τσώρτσιλ και Ιωσήφ Στάλιν αντίστοιχα. Στόχος της συνόδου ήταν να αποφασιστεί το μέλλον της ηττημένης ναζιστικής Γερμανίας, η οποία είχε παραδοθεί άνευ όρων στις 8 Μαΐου της ίδιας χρονιάς.




ΠΛΑΤΕΙΑ ΠΟΤΣΝΤΑΜ
Κανένα μέρος στην πόλη δεν εκφράζει καλύτερα την σφύζουσα ενεργητικότητα του νέου Βερολίνου. Τη δεκαετία του 1902 υπήρξε η πιο πολυσύχναστη πλατεία της Ευρώπης, αλλά οι βόμβες του Β' Παγκοσμίου πολέμου την κατέστρεψαν ολοσχερώς. Μετά την επανένωση του Βερολίνου, μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες άρχισαν ξαναχτίζουν την περιοχή, όπως Ντάιμλερ-Κράισλερ και η Sony. Αρχιτεκτονικά αριστουργήματα που θα βρείτε γύρω από την πλατεία είναι το Κέντρο Μπάισχαιμ, του ιδιοκτήτη της αλυσίδας καταστημάτων Metro, το Κινηματογραφικό Μουσείο Βερολίνου, το Potsdamer PLatz Arkaden, το οποίο είναι ένα δημοφιλές κέντρο αγορών, το μουσικό θέατρο Βερολίνου - Στέλα, με ένα τεράστιο μπλε γλυπτό υπό τον τίτλο Φουσκωτό Λουλούδι στην αυλή του, το Εμπορικό Κέντρο Sony, το Ντέμλερ-Κράισλερ Κβαρτίερ, η Πλατεία της Λειψίας και το Βάινχαους Χουτ, που είναι και το μοναδικό ιστορικό κτίσμα που γλίτωσε από τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Να σημειωθεί ότι όταν ο δήμος του Βερολίνου πούλησε το οικόπεδο στη Sony, έθεσε ως όρο την αναστύλωση της σκάλας, των μπάνιων και πολλών άλλων μικρότερων δωματίων του Κάιζερζααλ. Το ιστορικό αυτό συγκρότημα αρχικά βρισκόταν 46 μέτρα μακρύτερα και μεταφέρθηκε στη σημερινή τοποθεσία του πάνω σε μαξιλάρια αέρος το 1996. Εδώ πλέον δεσπόζει το πορτρέτο του Κάιζερ Γουλιέλμου Β', του τελευταίου Γερμανού αυτοκράτορα.




ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
Ο Καθεδρικός Ναός του Βερολίνου ( Berliner Dom ) είναι κάτι αντίστοιχο με την Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης ή την Σάκρε Κερ της Γαλλίας. Είναι ο πιο όμορφος και διάσημος Ναός του Βερολίνο πράγμα που φαίνεται από τα πλήθη των τουριστών που συρρέουν εκεί καθημερινά.
Ο Καθεδρικός Ναός χτίστηκε την περίοδο μεταξύ του 1895 και του 1905 έπειτα από εντολή του Γερμανού Αυτοκράτορα Γουιλιέλμου Ι. Το αρχικό σχέδιο ήταν του αρχιτέκτονα Τζούλιους Ράσντορφ. Θεωρήθηκε σαν το Προτεσταντικό αντίβαρο του Καθολικού Βασιλικού Ναού του Αγ. Πέτρου στο Βατικανό. Είναι ένα αξιοθαύμαστο δείγμα αρχιτεκτονικής με 11 μέτρα ύψος, 114 μέτρα μήκος και 73 μέτρα πλάτος . Δυστυχώς, όπως στα περισσότερα κτίρια του Βερολίνου κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπέστη σοβαρές ζημιές λόγω του βομβαρδισμού της πόλης από τις Συμμαχικές Δυνάμεις. Τοποθετήθηκε τότε μια προσωρινή οροφή για να προστατευθεί ό,τι είχε μείνει ανέπαφο από το εσωτερικό του ναού.
Η ανακατασκευή του Ναού ξεκίνησε το 1975 αλλά, δυστυχώς απλοποιήθηκαν τα αρχικά σχέδιά του και έχασε ένα κομμάτι της πολυτέλειάς του.
Υπάρχουν πολλά που μπορεί να θαυμάσει κάποιος στο εσωτερικό του Καθεδρικού Ναού όπως το χρυσαφένιο διάζωμα που απεικονίζει τους 12 Αποστόλους, οι εκπληκτικές σαρκοφάγοι με τα υπολείμματα του Βασιλιά Φρειδερίκου Ι και άλλων εξέχοντων προσωπικοτήτων καθώς και μια βασιλική κρύπτη με τα λείψανα 100 ατόμων.
Πρόσφατα άνοιξε και ένα μουσείο με αναπαραστάσεις που αντικατοπτρίζουν την ιστορία του Ναού.


ΠΑΛΑΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
Το κτίριο σχεδίασε ο Σίνκελ και είναι αναμφίβολα ένα από τα ωραιότερα νεοκλασσικά του κόσμου με ένα επιβλητικό προστώο ύψους 87 μέτρων, που στηρίζεται σε 18 ιωνικές κολώνες. Λειτουργεί από το 1830 και χτίστηκε για να στεγάσει τη βασιλική συλλογή πινάκων και αρχαιοτήτων. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε μόνο για εποχικές εκθέσεις. Από το 1998 φιλοξενεί μια θαυμάσια συλλογή ελληνικών και ρωμαϊκών αρχαιοτήτων.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
H Λίτσα Ψαραύτη γεννήθηκε στη Σάμο. Mετά τις σπουδές της στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο σπούδασε αγγλικά και εργάσθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Eκκλησιών και στην Aμερικανική Πρεσβεία στην Aθήνα.Tο πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1980 και από τότε είχε μια γόνιμη καριέρα γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα και ανθολογίες (για τα ελληνόπουλα που ζουν στο εξωτερικό). Tο έργο της γρήγορα αναγνωρίσθηκε ευρύτατα στην Eλλάδα και τιμήθηκε με πολλά ελληνικά βραβεία. Tο μυθιστόρημά της "Tο διπλό ταξίδι" γράφτηκε το 1988 στον Tιμητικό Πίνακα "Πιέρ Πάολο Bερτζέριο" για την παιδική λογοτεχνία του Πανεπιστημίου της Πάντοβα της Iταλίας. Tο 1991 το βιβλίο της "Tο αυγό της έχιδνας" πήρε Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών. Tο μυθιστόρημά της "Tα δάκρυα της Περσεφόνης" γράφτηκε το 1996 στον Tιμητικό Πίνακα της IBBY (International Board on Books for Young People). Πήρε επίσης τη μεγαλύτερη στην Eλλάδα διάκριση για την παιδική λογοτεχνία, το "Kρατικό Bραβείο 1996" του Yπουργείου Πολιτισμού για το βιβλίο της "Tο χαμόγελο της Eκάτης". Tο έτος 2000 ήταν υποψήφια για το Bραβείο Άντερσεν, το Nόμπελ της παιδικής λογοτεχνίας.
Πηγές έμπνευσης της Λίτσας Ψαραύτη είναι η ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας της, οι προσωπικές της εμπειρίες και η καθημερινή πραγματικότητα. Θέματα πολλών βιβλίων της είναι τα προβλήματα των σημερινών εφήβων. Bρήκε καινούριες τεχνικές για να αφηγηθεί τις ιστορίες της και η γραφή της διακρίνεται για την ποιότητα και το εύρος της φαντασίας, την επιτυχημένη μίξη πραγματικού και φανταστικού και για τα μηνύματα που στέλνει στα παιδιά γεμάτα αισιοδοξία, χαρά και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Kριτικοί και θεωρητικοί συμφωνούν ότι η προσφορά της Λίτσας Ψαραύτη είναι πολύ σημαντική και την κατατάσσουν ανάμεσα στις πιό αξιόλογες και δυναμικές παρουσίες στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Tα βιβλία της, 30 ως τώρα, έχουν πάρει λαμπρές κριτικές
και έχουν γίνει θέματα για μελέτες φοιτητών στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Συνεργάστηκε με την επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Iωαννίνων για τη δημιουργία Aνθολογίου για τα παιδιά των δημοτικών σχολείων του Aπόδημου Eλληνισμού. Eπίσης είναι μέλος της ομάδας που συνέγραψε την πατριδογνωσία "Σάμος, πατρίδα μου". Tο βιβλίο διδάσκεται στα δημοτικά σχολεία της Σάμου και αποτελεί πιλοτικό πρόγραμμα και για άλλες περιοχές της Eλλάδας.
Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια: π.χ. το 1986 εκπροσώπησε την ελληνική παιδική λογοτεχνία στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων και Eικονογράφων Παιδικής Λογοτεχνίας στο Oχάϊο των HΠA και το 1987 προσκλήθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων
και το περιοδικό "Nτέτσκαγια Λιτερατούρα" στο πλαίσιο προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. H Λίτσα Ψαραύτη καλείται πολύ συχνά σε σχολεία και σε άλλες εκδηλώσεις "συνάντησης με το συγγραφέα" σε όλη την Eλλάδα και είναι ομιλήτρια σε πολιτιστικά γεγονότα, συνέδρια και παρουσιάσεις βιβλίων. Eίναι μέλος πολιτιστικών σωματείων όπως ο "Kύκλος του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου" και η "Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά". Eίναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του περιοδικού "Διαδρομές".


ΛΑΘΟΣ ΚΥΡΙΕ ΝΟΙΓΚΕΡ, ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Λ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
O Φίλιππος αποφασίζει να πάει διακοπές μαζί με τον αρχαιολόγο και δάσκαλο των γερμανικών, τον ελληνοαυστριακό κ. Νόιγκερ, σε ένα χωριό της Πελοποννήσου που ονομαζόταν Τράπεζα. Εκεί συναντάει τον παππού και την γιαγιά του καθώς και τα αδερφάκια του από την Γερμανία (από την καινούρια οικογένεια του πατέρα του μετά το γάμο του με Γερμανίδα).
Παρόλο που ο δεκατριάχρονος Φίλιππος βρίσκεται μακριά από τον πατέρα του και τη μητέρα του, επειδή οι γονείς του χώρισαν, παραβλέπει τις συχνές ανασφάλειες του, και προσπαθεί να ζει ανεξάρτητος. Στην Τράπεζα λοιπόν αποφασίζει με τον Αλέξη Νόιγκερ να μάθει γερμανικά οργανώνοντας γραπτές αναφορές για το πώς περνάει καθημερινά τις διακοπές του. Μέσα από αυτές παρακολουθούμε τη ροή της ιστορίας. Οι αναγνώστες του βιβλίου παράλληλα με τις αναφορές αυτές διαβάζουν και ένα σημειωματάριο του Αλέξη που έχει σημαντικές πληροφορίες για εκείνον, την εργασία του ως αρχαιολόγου, για τον πατέρα του, Αυστριακό σημαντικό μουσικό, τη μητέρα του Ελληνίδα μουσικό επίσης, αλλά και για την μεγάλη του αγάπη, την Δάφνη, γιατρό που ζει στη Μακεδονία και η οποία δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πρόταση γάμου που της έχει κάνει. Μέσα από τα γράμματα που αφήνει στον Αλέξη πληροφορούμαστε και τις δικές της προθέσεις. Ο Αλέξης σύμφωνα με τις σημειώσεις του εκείνο το καλοκαίρι έχει να εκπληρώσει μια σημαντική αποστολή που του ανέθεσε ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει. Από τα πρώτα ενδιαφέροντα στοιχεία που συνέλεξε γι αυτήν την αποστολή ήταν ο εντοπισμός του σπιτιού και η γνώση για τον τρόπο θανάτου μιας γηραιάς Γερμανίδας που κατοικούσε στην περιοχή.
Ο Φίλιππος οργίζεται όταν ο κ. Αλέξης τον αποκλείει από μερικές εξορμήσεις του. Μυστήριο, σύμφωνα με το Φίλιππο, καλύπτει τις συναντήσεις του κ. Αλέξη με τον χωρικό Καβαντή στο αρχαίο υδραγωγείο. Περίεργη του φαίνεται η συμπεριφορά του, όταν στην επίσκεψή τους στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου δε θέλει να επισκεφτούν τον τόπο όπου εκτελέστηκαν οι μοναχοί από τους Γερμανούς, αλλά σπεύδει μόνος του να συναντήσει τον ηγούμενο στη βιβλιοθήκη. Όταν ανακαλύπτει ότι ο κ. Αλέξης τους εγκατέλειψε ξαφνικά, χωρίς καμία ειδοποίηση εξοργίζεται τόσο πολύ, που μετά την επίσκεψή τους στον τόπο της σφαγής των Καλαβρυτινών από τους Γερμανούς (13 Δεκεμβρίου 1943) δηλώνει πως δε θα ξανακάνει μάθημα γερμανικών και αισθάνεται μίσος και απέχθεια τόσο για τον κ. Νόιγκερ όσο και για τα ετεροθαλή αδελφάκια του από τη Γερμανία, επειδή οι πρόγονοί τους είχαν συμπεριφερθεί με τόση αγριότητα στους Έλληνες. Όταν μάλιστα έμαθε πως ο Καβαντής ο οδηγός του κ. Νόιγκερ δολοφονήθηκε διαστρεβλώνει τα πράγματα, αφού μέσα από τις αναφορές του τον ενοχοποιεί για το θάνατό του. Πιθανή αιτία τού φαίνεται ότι είναι η αρχαιοκαπηλία, αφού έγινε γνωστό ότι ο Καβαντής ήταν συνεργάτης αρχαιοκαπήλων. Επιπλέον, υποθέτει πως ο κ. Αλέξης πρόδωσε την αγαπημένη του Δάφνη και έφυγε με μια άλλη με την οποία είχε την εντύπωση ότι φλέρταρε τον τελευταίο καιρό. Ένα φως που είχε δει στο σπίτι του κ. Νόιγκερ και το οποίο οφειλόταν στην επίσκεψη της Δάφνης, υποθέτει ότι οφειλόταν στο σύντομο πέρασμα του κ. Νόιγκερ από κει πριν εξαφανιστεί για πάντα.
Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Φίλιππου είχε ως συνέπεια να του συμβεί ένα ατύχημα που παραλίγο θα του κόστιζε τη ζωή. Ψάχνοντας μέσα στο δάσος για τα αδελφάκια του που είχαν εξαφανιστεί προσπαθώντας να ξεφύγουν από αυτόν που τους συμπεριφερόταν πια άσχημα κτυπήθηκε από κάποιον άγνωστο ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο δολοφόνος του Καβαντή και φοβόταν μην αποκαλυφθεί. Τον έσωσε ένας χωρικός ο Δουρέκας, παλιός φίλος του Καβαντή, ο οποίος στη συνέχεια αποκάλυψε στο Φίλιππο μια ιστορία από τη γερμανική κατοχή που τον έκανε να κατανοήσει το μέγεθος της παρεξήγησης σχετικά με τον κ. Νόιγκερ και να παραδεχτεί το λάθος που είχε διαπράξει απέναντί του. Η Γερμανίδα γιατρίνα που κατοικούσε σε ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της έναν Αυστριακό στρατιώτη φυγάδα μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων. Ο στρατιώτης αυτός είχε απεγκλωβίσει από την εκκλησία τα γυναικόπαιδα του χωριού τα οποία επρόκειτο να κάψουν οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση των ανδρών του χωριού. Όταν τον αντιλήφθηκαν και τον πυροβόλησαν προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός και στη συνέχεια με τη βοήθεια των αντιστασιακών Ελλήνων κατέφυγε στο σπίτι της Γερμανίδας όπου δε θα κινούσε τις υποψίες των κατακτητών. Ο Καβαντής όμως μια μέρα τον πρόδωσε, αλλά κατά τη διάρκεια της εφόδου που έκαναν οι Γερμανοί, η γιατρίνα με το συνθηματικό γερμανικό τραγουδάκι για παιδιά : αχ μικρό τριαντάφυλλο … τον ειδοποίησε εγκαίρως και έτσι κατέφερε να διαφύγει. Ο στρατιώτης αυτός που έσωσε από το θάνατο τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων ήταν ο πατέρας του κ. Νόιγκερ.
Στο μεταξύ επέστρεψε και ο κ. Νόιγκερ. Είχε φύγει ξαφνικά για τις Σέρρες για να προλάβει να δει από κοντά τον παππού του λίγο πριν πεθάνει. Διάβασε τις αναφορές του Φίλιππου και πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις. Εκ μέρους του πατέρα του, όπως είχε υποσχεθεί απέθεσε στον τάφο της γιατρίνας ένα μικρό τριαντάφυλλο. Στη συνέχεια, επέστρεψε με τον αρραβωνιαστικό της και η κοπέλα με την οποία ο Φίλιππος υπέθετε ότι ο κ. Νόιγκερ είχε φύγει. Απέμενε να διορθώσει το τελευταίο τραγικό του λάθος.Τις αναφορές του για το υποτιθέμενο φλερτ του κ. Νόιγκερ με την άλλη γυναίκα τις είχε διαβάσει η Δάφνη, η οποία εγκατέλειψε το χωριό γράφοντας στον Αλέξη ότι δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ. Προσποιούμενος τον άρρωστο κάλεσε σε βοήθεια τη Δάφνη, που έμενε για λίγο στη γειτονική πόλη και έτσι ο Αλέξης ξαναβρήκε την αγαπημένη του και η παρεξήγηση διαλύθηκε. Έτσι τέλειωσε ένα καλοκαίρι «παρεξηγήσεων», αλλά και ειλικρινούς μεταμέλειας για το Φίλιππο.

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Ο Φίλιππος φαίνεται να είναι συμβιβασμένος με τις διαφορετικές οικογένειες που ζουν οι γονείς του. Είναι αρκετά έξυπνος αν και μερικές φορές παρεξηγεί καταστάσεις. Είναι αρκετά ανυπόμονος κι αυτό τον βάζει σε μπελάδες Φαίνεται καλός και δεν το βάζει κάτω. Έχει όμως τη γενναιότητα να ζητάει συγγνώμη από τους άλλους κα να παραδέχεται τα σφάλματά του.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν ο Φίλιππος εξηγεί την οικογενειακή του κατάσταση:
«Ο Άρης (ένα θηρίο δέκα χρονών) είναι ο γιος του πατριού μου (που η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει και που παντρεύτηκε πριν δύο χρόνια την μαμά μου).Ύστερα έχω το μωρό μας, ένα κοριτσάκι που μόλις περπάτησε (μπαμπάς της είναι ο πατριός μου και μαμά η δική μου. Κι έχω ακόμα και τα γερμανάκια την Γκέρντα και τον Χανς, εφτά και πέντε χρονών (παιδιά του πατέρα μου και της δεύτερης γυναίκας του της Γερμανίδας)». Βλέπουμε πως ο Φίλιππος μιλά για την οικογένειά του και για όποια τυχόν προβλήματα υπάρχουν με χιούμορ και ανάλαφρο ύφος.

ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα που θίγονται είναι σχετικά με την φιλία π.χ. μεταξύ του κ. Νόιγκερ και του Φίλιππου. Μαθαίνουμε ότι πάντα πρέπει να ερευνούμε κάτι και μετά να επιβεβαίωνουμε τις απόψεις μας για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Θίγεται επίσης το θέμα της ξενοφοβίας που καταβάλλει τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος οδηγείται στο να πιστεύει ότι ο κ. Νόιγκερ λόγω της γερμανικής του καταγωγής έχει κάνει ένα φόνο. Μερικές φορές δηλαδή, παρασυρόμαστε από στερεότυπα και κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση αυτά, φορτώνουμε πάνω στον ξένο όλα τα αρνητικά και τον θεωρούμε υπεύθυνο για ό,τι κακό συμβαίνει.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση γίνεται στο α΄ πρόσωπο μέσα από τις αναφορές του Φίλιππου, από το σημειωματάριο του Αλέξη και τα γράμματα της Δάφνης. Αυτός ο τρόπος είναι πολύ ενδιαφέρων, γιατί βλέπουμε τα γεγονότα να ξετυλίγονται από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μέσα από την αλήθεια του καθενός πλησιάζουμε και κατανοούμε καλύτερα την πραγματική αλήθεια.
Η γλώσσα είναι απλή, κατανοητή δημοτική με εύκολο λεξιλόγιο κάποιες γερμανικές λέξεις.





ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΨΑΡΑΥΤΗ Λ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Βαγγελίτσα θυμάται με πίκρα το δράμα της διπλής κατοχής που έζησε στο νησί της, τη Σάμο, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάται την αδελφή της Ισμήνη που ερωτεύτηκε τον Ιταλό ανθυπολοχαγό Βιτόριο, αλλά και το θείο της Λεωνίδα που συμμετείχε στον αγώνα απελευθέρωσης της Ελλάδας. Μετά το βομβαρδισμό των Γερμανών εγκαταλείπει με την οικογένειά της το νησί και πηγαίνουν πρόσφυγες στην Παλαιστίνη. Εκεί γνωρίζει ένα κορίτσι αραβικής καταγωγής, τη Ρασμίγια η οποία ζωγραφίζοντας εκφράζει τις απόψεις και τα ιδανικά της.
Σαράντα χρόνια αργότερα, η Βαγγελίτσα θα ξαναβρεθεί στα μέρη εκείνα που έζησε την προσφυγιά και θα βιώσει το δράμα των Παλαιστινίων που εκδιώκονται από τον ίδιο τον τόπο τους. Μαθαίνει πως η Ρασμίγια φυλακίστηκε για τις «ανατρεπτικές» ζωγραφιές της. Με χαρά αλλά και προβληματισμό συναντά στα Ιεροσόλυμα την εβραιοπούλα Σάρα, παιδική της φίλη από τη Σάμο, η οποία μετά τον κατατρεγμό της από τους Γερμανούς αναζητά εκεί μια νέα πατρίδα.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο θεματικές ενότητες, του τότε, όταν η Βαγγελίτσα ήταν παιδί με τη δική της παιδική ματιά και του τώρα, της ενήλικης πλέον Βαγγελίτσας η οποία επιστρέφει στον τόπο όπου είχε περάσει τα δύσκολα εκείνα χρόνια…

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Η λέξη «Ξένος» στο βιβλίο έχει την έννοια του πρόσφυγα που λόγω ενός πολέμου είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του για τα ιδανικά του και περισσότερο από όλα για την ίδια του τη ζωή. Αναφέρεται στους Έλληνες πρόσφυγες από τη Σάμο προς την Παλαιστίνη, στους Εβραίους της Σάμου (Σάρα), στους Παλαιστίνιους που είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα (Ρασμίγια), στους Ιταλούς μετά την ήττα τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα ταξίδι που κάνει η Βαγγελίτσα την πρώτη φορά ως πρόσφυγας και τη δεύτερη ως τουρίστρια που έτυχε να βρεθεί στο ίδιο μέρος λόγω ενός συμβουλίου.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Ο τρόπος της αφήγησης δεν είναι γραμμικός. Ξεκινάει από το σήμερα, σταματάει και θυμάται το παρελθόν χρησιμοποιώντας αναδρομές.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΙΟΝΤΟΡ, ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ Μ.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Λιούμπα είναι ένα κορίτσι από τη Ρωσία, που εξαιτίας της ανεργίας στη χώρα της, αναγκάστηκε να έρθει και να μείνει σε ένα χωριό στην Ελλάδα μαζί με την μητέρα της, την Ελόνα, Ελένη όπως τη λεν οι ντόπιοι. Όμως η Λιούμπα δεν μπορούσε και αρνιόταν να ξεχάσει το όνομα, τη γλώσσα και την πατρίδα της. Στο χωριό τα πράγματα ήταν άσχημα, καθώς τα παιδιά την πείραζαν και την κορόιδευαν, ενώ οι μεγάλοι έκαναν συνεχώς κριτική για την συμπεριφορά και την πατρίδα της.
Η Λιούμπα απελπίστηκε ακόμα περισσότερο όταν έμαθε ότι ο πατέρας και ο παππούς της στη Ρωσία πέθαναν. Η μητέρα της τότε παντρέφτηκε έναν γέρο, τον κυρ-Θανάση ο οποίος θα τους άφηνε κληρονομιά, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε ποτέ. Έτσι η Λιούμπα αναγκάστηκε να δουλεύει σκληρά. Σε ένα σπίτι που δούλευε γνώρισε τον Μήτια, ένα αγόρι με μητέρα Ρωσίδα και πατέρα Έλληνα. Ανάμεσα στα δύο παιδιά δημιουργήθηκε μια έλξη, μέχρι που στο χωριό ήρθε ένας ρωσικός θίασος, με τον οποίο η Λιούμπα έφυγε χωρίς κανείς να γνωρίζει που βρίσκεται. Η υγειά της μητέρας χειροτέρευε.
Μετά από καιρό, ένας συγχωριανός βρήκε την Λιούμπα στη στάνη του, όμως δεν ήταν όπως πριν. Ήταν βρώμικη και είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους, ακόμα και στον Μήτια. Η μητέρα της πέθανε και οι συγχωριανοί της έριξαν όλες τις κατηγορίες στη Λιούμπα. Όμως ο Μήτια είχε αποφασίσει να τα αλλάξει όλα. Διηγήθηκε στα παιδιά μια ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η οποία δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Τα παιδιά στενοχωρέθηκαν συνειδητοποιώντας το λάθος που έκαναν απέναντι στη Λιούμπα, της ζήτησαν συγνώμη και μαζί με τον Μήτια την βοήθησαν να ξεπεράσει ό,τι άσχημο της είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και να ξαναβρεί την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους.
Η ιστορία του βιβλίου μας τελειώνει με τον Μήτια και την Λιούμπα να μπαίνουν στο σπίτι τους.

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Η στάση και η συμπεριφορά της Λιούμπα, δείχνει ότι είναι υπομονετική και ότι δεν ξεχνά την πατρίδα της. Είναι πολύ πεισματάρα σχετικά με τη γλώσσα που πρέπει να μιλάει, με αποτέλεσμα να φαίνεται ψυχρή και απόμακρη και οι κάτοικοι του χωριού να την έχουν στο περιθώριο.
Το ρόλο του ξένου στο μυθιστόρημα ενσαρκώνει η Λιούμπα, η οποία νιώθει η ίδια ξένη καθώς δε μπορεί να προσαρμοστεί.

ΘΕΜΑΤΑ
Το θέμα που θίγεται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός, οι δυσκολίες των οικονομικών μεταναστών, η δύναμη της αγάπης, η λειτουργία της λογοτεχνίας.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν τα παιδιά ζητάνε συγνώμη από τη Λιούμπα και την βοηθούν να ζήσει και να κάνει μια καινούρια αρχή.
Μου αρέσει επίσης το τέλος του βιβλίου γιατί είναι πολύ καλό, ευτυχισμένο και αισιόδοξο.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Ο αφηγητής δεν συμμετέχει στην ιστορία και μιλάει σε γ΄ πρόσωπο. Επίσης αφηγείται από τρεις οπτικές γωνίες πρώτα από την μεριά της Λιούμπα, μετά του Μήτια και τέλος των παιδιών. Έτσι αποκτούμε μια σφαιρική αντίληψη σχετικά με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο κάθε ήρωας ξεχωριστά και κατανοούμε καλύτερα το χαρακτήρα του.

ΓΛΩΣΣΑ
Η γλώσσα είναι απλή και λιτή με πολλές ρωσικές εκφράσεις και προτάσεις.

ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Ο τίτλος οφείλεται στο γεγονός ότι μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, την οποία διαβάζει ο Μήτια στα παιδιά, έχει ως αποτέλεσμα αυτά να αλλάξουν γνώμη και συμπεριφορά απέναντι στη Λιούμπα και να κατανοήσουν ότι πρέπει να σέβονται τη διαφορετικότητα και ότι μόνο η αγάπη μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να πάνε μπροστά.

Παρουσίαση: Κυπραίου Μαργαρίτα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το βιβλίο αναφέρεται σε ένα κορίτσι την Λιούμπα, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της την Ρωσία και να έρθει στην Ελλάδα για οικονομικούς λόγους. Στην Ελλάδα ήρθε η Λιούμπα μόνο με την μητέρα της, την Ελένη, η οποία βρήκε δουλειά σε ένα μικρό χωριό. Ο παππούς και ο πατέρας της Λιούμπα έμειναν στην Ρωσία, και εκεί μετά από καιρό πέθαναν. Ο πατέρας της Λιούμπα παλιά δούλευε ως οδηγός σε σιδηροδρομικό σταθμό. Στην Ελλάδα που ζούσε τώρα πια η Λιούμπα δεν ήταν όλα και τόσο καλά για εκείνη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι που ζούσαν στο χωριό την κορόιδευαν και δε σέβονταν τη διαφορετικότητά της. Η μητέρα της της φώναζε και την κλείδωνε στο σπίτι για να μην την κάνει ρεζίλι.
Κάποια στιγμή, η μητέρα της Λιούμπα παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο, τον κυρ Θανάση, με την ελπίδα ότι θα τους εξασφάλιζε οικονομικά. Η Λιούμπα δεν συμπαθούσε καθόλου τον κυρ Θανάση και αυτός την θεωρούσε απροσάρμοστη. Όταν πέθανε ο κυρ Θανάσης δεν άφησε τίποτα από την περιουσία του στην Ελένη. Η Λιούμπα και η μητέρα της αναγκάστηκαν να δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σπίτια. Μια μέρα καθώς η Λιούμπα καθάριζε σε ένα σπίτι γνώρισε ένα παιδί, τον Μήτια, ο οποίος μόλις την είδε την ερωτεύτηκε. Ο Μήτια ήταν γιος Ρωσίδας μάνας και Έλληνα πατέρα.
Μια μέρα η Λιούμπα έμαθε πως στο χωριό έρχεται ένας ρώσικος θίασος. Φόρεσε τα καλά της και πήγε στον θίασο. Εκεί ενθουσιάστηκε, καθώς όλα της θύμιζαν την πατρίδα της, ερωτεύτηκε έναν ρώσο τσιγγάνο που δούλευε στο θίασο και τον ακολούθησε στην περιοδεία τους.
Μετά από καιρό, η Λιούμπα επέστρεψε απογοητευμένη, και έμαθε ότι η μητέρα της είναι άρρωστη. Μόλις έφτασε στο σπίτι η μητέρα της είχε πεθάνει και όλες οι κατηγορίες έπεσαν πάνω της. Η Λιούμπα μετά από αυτό έπαθε μελαγχολία και απομονώθηκε ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Ο Μήτια τότε μάζεψε τα παιδιά του χωριού που ενοχλούσαν τη Λιούμπα με τα πειράγματά τους και τους διηγήθηκε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Μετά από αυτήν την ιστορία τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους, σταμάτησαν να την κοροϊδεύουν και της ζήτησαν συγνώμη.
Μετά από αυτό ο Μήτια και η Λιούμπα έμειναν στο μεγάλο σπίτι του Μήτια και έκαναν μια καινούρια αρχή βασισμένη στην αγάπη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση είναι απλή, λιτή, στο γ' ενικό με διαλόγους και με ρώσικες εκφράσεις. Στην αρχή η αφήγηση γίνεται από την μεριά της Λιούμπα, μετά από τη μεριά του Μήτια και τέλος από την μεριά των παιδιών. Δηλαδή σε κάθε κεφάλαιο βλέπουμε την ιστορία από διαφορετική οπτική γωνία και μας αποκαλύπτεται η αλήθεια του κάθε ήρωα, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει εκείνος τα πράγματα.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στην ιστορία μας η Λιούμπα είναι ο Ξένος. Νιώθει αποκομμένη από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει, είναι πολύ πεισματάρα και δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να προσαρμοστεί στις καινούριες συνθήκες της ζωής της. Μένει προσκολλημένη στο παρελθόν. Όλα της τα προβλήματα ξεκινάν από την καχυποψία και την εχθρότητα της κοινωνίας για τους ξένους και από το δικό της πείσμα.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο ήταν όταν ο Μήτια διηγήθηκε την ιστορία του Ντοστογιέφσκι στα παιδιά και μετά αυτά της ζήτησαν συγνώμη. Βλέπουμε δηλαδή πώς μέσα από τη λογοτεχνία μπορεί να μάθουμε και να γίνουμε πιο ώριμοι, πώς η λογοτεχνία μπορεί να είναι το καταφύγιο και το στήριγμά μας στα δύσκολα. Και τέλος μου άρεσε πως στο τέλος με την αγάπη λύνονται και ξεπερνιούνται τα προβλήματα.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ, ΚΛΙΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μια αγγελία σε ένα περιοδικό, δημοσιευμένη από ένα κορίτσι που ζητά φίλες για να αλληλογραφεί, γίνεται αφορμή για τη δημιουργία μιας φιλίας ανάμεσα σε δυο δεκαπεντάχρονα κορίτσια, την Ελένη και τη Βερόνικα. Τα κορίτσια που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους και δεν έχουν ειδωθεί ποτέ αρχίζουν να αλληλογραφούν. Μέσα από την αλληλογραφία, η οποία κρατάει αρκετούς μήνες, ξετυλίγεται η ιστορία τους.
Η Βερόνικα είναι από την Αλβανία, ζει στα Τρίκαλα και βιώνει πολλά προβλήματα καθώς η οικογένεια της προσπαθεί να εγκατασταθεί και να προσαρμοστεί σε ένα μάλλον αρνητικό κοινωνικό περιβάλλον, που τους θεωρεί ξένους, άρα ύποπτους και επικίνδυνους. Ο πατέρας της δυσκολεύεται πολύ με διάφορες περιστασιακές δουλειές σε οικοδομές. Η μητέρα της καθαρίζει σπίτια συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα. Ο αδερφός της που είναι μεγαλύτερος στην ηλικία, φοιτά στο λύκειο, είναι εξαίρετος αθλητής, αλλά αποκλείεται από τη συμμετοχή στο πανελλήνιο σχολικό πρωτάθλημα εξαιτίας της καταγωγής του. Μια πρόσφατη μετακόμιση της οικογένειας τους φέρνει αντιμέτωπους με το ρατσισμό και την ξενοφοβία των κατοίκων στην πολυκατοικία. Η ίδια η Βερόνικα, παρά τα όσα προβλήματα, αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία, ονειρεύεται κάποτε να σπουδάσει, είναι καλή μαθήτρια, ιδιαίτερα στη γλώσσα και της αρέσει η λογοτεχνία. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, καθώς ο πατέρας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, δεν μπορεί να εργαστεί, η Βερόνικα εργάζεται τα απογεύματα, κρατώντας συντροφιά σε μια ευγενική, καλλιεργημένη ηλικιωμένη κυρία, η οποία της διηγείται ιστορίες από τα νιάτα της, όταν πολεμούσε στο πλευρό των ανταρτών στον εμφύλιο, και της ζητά να της διαβάζει έργα της κλασικής λογοτεχνίας.
Η Ελένη είναι ένα κορίτσι από την Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια και κανένα πρόβλημα δε φαίνεται να την κλονίζει. Ζει σε μια ακριβή συνοικία των Αθηνών, φοιτά σε καλό σχολείο, έχει πάρα πολλούς φίλους, ασχολείται με το χορό και τον αθλητισμό, συμμετέχοντας μάλιστα και σε πρωταθλήματα. Οι γονείς της που την αγαπούν και την προσέχουν πολύ, καθώς μάλιστα είναι μοναχοπαίδι, δε της χαλάν κανένα χατίρι, της κάνουν ακριβά δώρα (π.χ. στερεοφωνικό για τα γενέθλιά της) και της επιτρέπουν να βγαίνει να διασκεδάζει και να κάνει πάρτι στο σπίτι με τους φίλους της. Τα μόνα προβλήματα που φαίνεται να απασχολούν την Ελένη είναι αυτά των σχέσεων με το άλλο φύλο, τα αγόρια που τη φλερτάρουν και το πώς να τα αντιμετωπίσει.
Επί οκτώ μήνες τα κορίτσια αλληλογραφούν λέγοντας η μια στην άλλη τα μυστικά της, τις σκέψεις, τα όνειρά της. Σχολιάζουν αγαπημένα τους πρόσωπα, στιγμιότυπα από τη ζωή που τους έχουν εντυπωσιάσει, περιγράφουν τη ζωή στο σχολείο, όσα παράξενα συμβαίνουν γύρω τους.
Όμως όλα αυτά ανατρέπονται ξαφνικά από διάφορα ψέματα κι ένα τραγικό μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου έρχεται να κλονίσει την σχέση τους. Όταν η Βερόνικα αποφασίζει να πάει στο Βόλο όπου γίνονται οι πανελλήνιοι σχολικοί αγώνες, για να συναντήσει επιτέλους την Ελένη, ελπίζοντας να κάνει έκπληξη στη φίλη της που συμμετέχει σ’ αυτούς, μαθαίνει την αλήθεια. Η Ελένη δεν είναι στο Βόλο, γιατί δεν είναι πια αθλήτρια, ούτε συμμετέχει σε αγώνες. Πριν από ένα χρόνο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα είχε χάσει τον πατέρα της και η ίδια είχε μείνει ανάπηρη, κι από τότε είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό κάθισμα. Η Ελένη ζητά από τη Βερόνικα να τη συγχωρέσει για τα ψέματα που της έλεγε τόσον καιρό, και της ζητά να την καταλάβει. Αποφάσισε να της κρύψει την αλήθεια, γιατί η πραγματικότητα που βιώνει είναι φρικτή και δεν μπορεί να την αποδεχτεί. Όλους αυτούς τους μήνες υποδυόταν το ρόλο κάποιας άλλης, επειδή είχε ανάγκη να είναι αυτή η άλλη. Η Βερόνικα μετά την πρώτη αντίδραση του θυμού της, επειδή η Ελένη δεν είχε πει την αλήθεια, ζητά συγγνώμη και ζητά από τη φίλη της να συνεχίσουν να αλληλογραφούν. Το μυστικό δε στάθηκε ικανό να χαλάσει τη φιλία τους, αντίθετα η αποκάλυψή του την έκανε πιο στέρεη και δυνατή.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Αγαπημένο μου σημείο είναι εκείνο στο οποίο η Βερόνικα θυμίζει στην Ελένη ότι η ίδια είχε πει κάποτε πως «ο δρόμος για το Παράδεισο είναι μακρύς» και τη διαβεβαιώνει ότι αυτόν τον δρόμο θα τον διανύσουν μαζί ξεπερνώντας τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τη δύναμη της αγάπης και της φιλίας τους.

ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα που θίγονται στο μυθιστόρημα είναι η διαφορετικότητα, ο κοινωνικός ρατσισμός και αποκλεισμός, η δύναμη της θέλησης και της ελπίδας, η φιλία.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσσουν τα δύο κορίτσια. Δεν υπάρχει καθόλου αφήγηση να συνδέσει τις επιστολές, να τις σχολιάσει. Ο αναγνώστης καλείται ο ίδιος να υποθέσει, να φανταστεί, να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται μέσα από αυτά που λένε τα κορίτσια στα γράμματά τους

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΕΛΟΣ
Η οικογένεια της Βερόνικας αντιμετωπίζει με επιτυχία τις δυσκολίες και τα προβλήματα, έτσι ώστε καταφέρνει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση.

ΚΑΠΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ ΕΛ.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στις δύο πρώτες σελίδες η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Ευριδίκη, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κάνοντας μια εισαγωγή μας εξομολογείται την πικρία της και τον πόνο της για έναν ματαιωμένο έρωτά της λόγω της κοινωνικής απόστασης που τη χώριζε από το νέο που αγάπησε. Αυτός ο πρόλογος μας προειδοποιεί για όσα θα συμβούν αργότερα και με τα ίδια λόγια θα αποτελέσει κομμάτι ενός κεφαλαίου. Στη συνέχεια ξετυλίγει την αφήγηση για να μας μυήσει στην ιστορία της. Βρίσκεται στα Τρίκαλα με την οικογένειά της, τους γονείς, τα αδέλφια της και τη γιαγιά της από τη πλευρά του πατέρα της, την Ανάστα, μετανάστες στη χώρα καταγωγής τους, παλιννοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες από την Τασκένδη της Ρωσίας. Ο πατέρας της εργάζεται ως επιστάτης σε ένα μεγάλο αγρόκτημα έξω από τα Τρίκαλα και κατοικούν σε μια αποθήκη που τους έχει παραχωρηθεί. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, θύματα της οικονομικής κρίσης μετά τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας τους. Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ του παλαιού τους πανέμορφου σπιτιού στην Τασκένδη με το νέο της χαμόσπιτο στα Τρίκαλα, συγκρίνοντας τη ζωή στα Τρίκαλα με τη ζωή στην Τασκένδη, μέσα από αφηγήσεις που παρεμβάλλονται στην κύρια αφήγηση, η Ευριδίκη μιλάει για την ιστορία της οικογένειάς της.
Οι παππούδες της λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1949), είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν στη Ρωσία όπου τα πράγματα γι αυτούς θα ήσαν αρκετά καλύτερα. Η γιαγιά της, χήρα στα είκοσι πέντε της χρόνια με τον πατέρα της εξάχρονο αγόρι στην αγκαλιά είχε φύγει από τα χωριά της Σπάρτης και μέσω της Αλβανίας και της Ουγγαρίας εγκαταστάθηκε τελικά στην Τασκένδη. Οι γονείς της μητέρας της είχαν φθάσει εκεί από τα χωριά του Βόλου. Στην Τασκένδη, ο πατέρας της Πάνος δίδασκε ηλεκτρονική φυσική στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα ήταν ποιητής, ενώ η μάνα της η Όκτια /Οκτωβρία ήταν δασκάλα.
Η πατρίδα τούς είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια, αλλά η επιθυμία τους για την πατρίδα δεν έλειψε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα πράγματα θα ήσαν καλά γι αυτούς και ότι θα έβρισκαν εύκολα δουλειά ανάλογη με τα προσόντα τους. Επιστρέφουν για να κάνουν μια νέα αρχή, γι αυτό και η γιαγιά δε διεκδίκησε ό,τι της ανήκε από την παλιά της περιουσία. για να κάνουν μια νέα αρχή. Πιστεύουν στις παρήγορες ειδήσεις πως «έφυγε πια και πάει η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες». Ο πατέρας τον πρώτο καιρό μετά την επιστροφή τους έτρεφε ελπίδες ότι θα τον προσλάμβαναν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καμιά από τις ελπίδες του δεν πραγματοποιήθηκε. Ακόμα και ο φίλος του ο Λευτέρης που είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε στην Ελλάδα, όταν έφθασαν στα Τρίκαλα έγινε άφαντος. Τα αδέλφια της που πηγαίνουν στο Δημοτικό αναγκάζονται να αλλάξουν σχολείο, γιατί τα υπόλοιπα παιδιά τα απέφευγαν και οι δάσκαλοι δεν τα υποστήριξαν όσο έπρεπε. Εκείνη δε συναντά δυσκολίες, καθώς μιλούσε ήδη ελληνικά στο σπίτι της. Δεν παύει όμως να μην έχει φίλες στο σχολείο. Τις ελπίδες της αλλά και τις απογοητεύσεις της τις εξομολογείται με γράμματα στην καρδιακή της φίλη, τη Ρεγγίνα που βρισκόταν στην Τασκένδη. Η ζωή της φωτίζεται όταν γνωρίζει το Σωτήρη Χατζηιωάννου, το γιο των αφεντικών τους, φοιτητή σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, που βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται. Η Ευριδίκη διαπιστώνει πως χάρη σ’ αυτόν τον έρωτα «μπορεί να υποφέρει και να αντέξει πολλά και να σχεδιάσει καλύτερες μέρες». Και τότε συμβαίνει το εξής «παράδοξο». Ενώ η οικογένεια Χατζηιωάννου, αρχικά στέκεται στοργικά και συμπονετικά απέναντι στην οικογένεια της Ευριδίκης, όταν πληροφορείται για το ειδύλλιο των δύο νέων, αλλάζει στάση και φαίνεται πόσο επιφανειακή ήταν η αποδοχή των ξένων. Οι γονείς του Σωτήρη τους κηρύσσουν τον πόλεμο και εξευτελίζουν την οικογένεια της Ευριδίκης. Οι κοινωνικές διαφορές τους είναι τεράστιες. Εκείνος φοιτητής ο οποίος σπουδάζει στο Λονδίνο από μια πλούσια οικογένεια κι εκείνη πρόσφυγας που τώρα ξεκινάει η νέα της ζωή. Όπως είναι φυσικό, η κυρία Ερασμία προσπαθεί να δώσει στο γιο της να καταλάβει πως η κοπέλα δεν είναι του κύκλου τους, πράγμα το οποίο αρχικά δεν καταφέρνει. Αλλά κι στις εξόδους με το Σωτήρη αντιμετωπίζει το χλευασμό των φίλων του: «Γιατί τι έχουν οι πρόσφυγες; Απ’ ό,τι βλέπω μερικές είναι μανούλια..» . Και ο ίδιος ο Σωτήρης δύσκολα υπερασπίζεται τα σχέση τους: «Πού να φανταζόταν ο φίλος μου ότι εμείς οι δύο …Τελοσπάντων ότι είσαι το κορίτσι μου. Πως σ’ έχω αγαπήσει …».Τελικά αναγκάζεται να υποταχτεί στη θέληση των γονιών του και να μην ξαναεπικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Η οικογένεια της Ευριδίκης αναγκάζεται για μια ακόμα φορά να εγκαταλείψει τον τόπο όπου είχε εγκατασταθεί.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε / να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·/ κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά/ κάποτε δεν τα βρίσκει· Μη μου μιλάς για τ’αηδόνι μήτε για τον κορυδαλό/ μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα/ που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.» Το ποίημα αυτό του Γ. Σεφέρη με τον τίτλο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δανείζει τον τίτλο στο μυθιστόρημά μας. Συντέθηκε μετά από τον πόλεμο σε μια ανοιξιάτικη μέρα. Ο ποιητής αναφέρεται στη διαφορετικότητα μιας ημέρας πολέμου από μια ημέρα ειρήνης. Από τη μια έχει μπροστά του αηδόνια, κορυδαλλούς και σουσουράδες και από την άλλη πίσω του απλώνεται το απόλυτο χάος – άνθρωποι που αναγκάζονται να ξενιτευτούν, να χάσουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους. Όπως και η Ευριδίκη της ιστορίας μας.


ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα τα οποία θίγονται στο βιβλίο είναι: η ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, η μετανάστευση, ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η ενηλικίωση,.
Στο μυθιστόρημα ο έρωτας είναι μια πηγή δυστυχίας στην οικογένεια των μεταναστών, επειδή η Ευρυδίκη, η νεαρή ηρωίδα που γεννήθηκε στην Τασκένδη από Έλληνες γονείς, πολιτικούς πρόσφυγες και ο γιος της Ερασμίας, που σπουδάζει στο Λονδίνο, είναι το αταίριαστο- σύμφωνα με τους άλλους- ερωτικό ζευγάρι. Στην ουσία υπάρχουν διαφορές καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Δεν είναι όμως ο έρωτας το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος. Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η ανοχή απέναντι στο ξένο το διαφορετικό.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι ξένοι είναι οι παλλινοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, χώρα υποδοχής μεταναστών. Πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω ενός πολέμου ή μιας δίωξης. Η επανένταξη τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθόλου αυτή που περίμεναν. Το φάσμα της ανεργίας τους οδήγησε τους ενήλικες σε απόλυτα άσχετα επαγγέλματα χωρίς να μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους. Ούτε και τα παιδιά μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα κοινωνία. Απέκτησαν τη βεβαιότητα ότι «εδώ σε τούτον τον τόπο, η δική μας οικογένεια περισσεύει.». Η ηρωίδα του βιβλίου μας δίνει ακόμα μία εντελώς διαφορετική έννοια στη λέξη «Πρόσφυγας». Γι’ αυτήν «Πρόσφυγας» σημαίνει Πόνος, Πίστη, Περηφάνια, Πατέρας, Παρών, Πατριώτης, Προαιώνιος και κάμποσα άλλα…

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της Ευριδίκης που μετέχει στην ιστορία. Στην κύρια αφήγηση παρεμβάλλονται εμβόλιμες ιστορίες με αυτοτέλεια.

ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ, ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ Π.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια μιας ανοιξιάτικης και θερινής περιπλάνησής τους στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Ναύπλιο, Τσακωνιά, Κρεμμύδι, Λεωνίδιο, χωριά της Τρίπολης, Βάτικα, Δεσποτικό). Την παρατηρούμε μέσα από τα μάτια του Βαλάντη ή Χαμπίμπη (όπως είναι το όνομα του στα τσιγγάνικα), ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, μαζεύουν και πουλάνε άδεια κουτάκια αλουμινίου (για ανακύκλωση), εμπορεύονται άλογα, πουλάνε κεράσια και άλλα φρούτα, μαζεύουν σταφύλια στον τρύγο, πλέκουν καλάθια. Οι δουλειές τους ήσαν οι περισσότερες παράνομες και γι αυτό βρίσκονταν σε ένα συνεχές κυνηγητό με την αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν και όταν έφταιγαν, αλλά και τους θεωρούσαν τους πρώτους ύποπτους για ό,τι παράνομο συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή του καταυλισμού τους. Ζέστη, βροχή, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κουνούπια, αρουραίοι έκαναν τη ζωή στους καταυλισμούς πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Εκτός από τους αστυνομικούς τους απειλούσαν οι αντίπαλοι πωλητές και άλλες οικογένειες με τις οποίες έχουν παλιούς λογαριασμούς (βεντέτα). Πολλές φορές ζητιανεύουν ή δέχονται δώρα από τους λευκούς. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι σκαντζόχοιροι.
Αρχηγός της μεγάλης οικογένειας ήταν η γιαγιά (μπάμπω) «όμορφη, θάναι δε θάναι σαράντα χρονών, δυναμική, αλλά και αλκοολική» και μετά από αυτήν η θεία του η Κλη, δυναμική, φιλάργυρη, σκληρή με όλους. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος παππούς (προπάππους) που κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού πέθανε. Η μητέρα του, η Ευταλία ήταν στη φυλακή, στις ανοιχτές φυλακές της Τίρυνθας και εκείνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τη δίκη. Στη φυλακή βρισκόταν επίσης και ο αδελφός της μητέρας του Μιχάλης, άντρας της Κλης και ο παππούς του. Σύντροφοί του ήταν τα αγόρια της οικογένειας, το φλάουτο και το τραγούδι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη για κάποιον ψαρά από την Τσακωνιά που του έμαθε να γράφει και να διαβάζει, παρόλο που στο σχολείο αρνιόταν να πάει και στις ερωτήσεις κάποιων λευκών απαντούσε: «Δεν πάμε σχολείο …Γιατί με τον καταυλισμό του Νώε χάθηκε το τσιγγάνικο αλφάβητο · άμα ξαναβρεθεί θα πάμε».
Η αφήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται από θρύλους και παραδόσεις των τσιγγάνων που εγκιβωτίζονται και αιτιολογούν το νομαδικό τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια τους και κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους (όπως η τάση να λένε ψέματα, να υπερβάλουν, να λένε παραμύθια). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση για την κατάρα που ξεστόμισε η Παναγία εναντίον του Πρωτόγυφτου που έφτιαξε στο σιδεράδικό του τα καρφιά για τη Σταύρωση του Ιησού: « Άντε μωρέ ατσίγγανε, ποτέ αχιλιά να μην κάνεις. Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο μη βάλει .Και σε παλιοστρατί να γυρίζεις, πάντοτε σε ξένη χώρα, χωρίς να μπορείς να πεθάνεις.» Αναφέρεται ακόμα ένας θρύλος για μια γύφτισσα που σκότωσε ένα δράκοντα και ο αρχιδικαστής την επιβράβευσε γι αυτήν της την πράξη και για το ότι είπε αλήθεια απελευθερώνοντας τον μελλοθάνατο βαρυποινίτη άντρα της και επιτρέποντας στους τσιγγάνους να κατοικούν στις πόλεις: «Κι οι χωριάτες διηγούνται ότι οι γύφτοι μπορούν πια να ζουν στα χωριά και στις πολιτείες, φτάνει να μη λένε ψέματα τόσα πολλά, που τα λόγια τους να μοιάζουν με παραμύθια.» Οι θρύλοι αυτοί και οι παραδόσεις της φυλής τους τον έχουν επηρεάσει τόσο πολύ που πιστεύει πως στα αμπέλια ακούγεται η φωνή του δράκου. Ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ιδιαίτερο είναι το δέσιμό του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Συμπονά τα άλογα που τα μεταφέρουν σαν φυλακισμένους για να τα πωλήσουν. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η αγάπη που αισθάνεται για ένα φίδι με το όνομα Κλεοπάτρα, που είχε στην κατοχή κάποιος λευκός. Η έλξη που αισθάνεται γι αυτό μοιάζει με ερωτική: «Ανασήκωνε το κεφάλι της και με κοίταζε εκστατικά, πράσινη, πράσινη, με κάτι στίγματα καφετιά, όμορφη, γουρλομάτα, να τη φιλήσεις σου’ ρχότανε…». Γι αυτό και αποφάσισε να την κλέψει. Της έριξε ένα υπνωτικό σπρέι και την άρπαξε . Όταν αργότερα όμως στάθηκε να την κοιτάξει διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν είχε κλέψει παρά το φιδοτόμαρο, το «φουστάνι» της. Η ιστορία αυτή, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, κινείται στα όρια του παραμυθιού και της αλήθειας, όπως και όλη η ζωή των τσιγγάνων. Ίσως ο έρωτάς του για το φίδι να υποκαθιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Πάκω μια νεαρή τσιγγάνα, ίσως να δείχνει την ανάγκη του να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, μέσα από μια σπουδαία και επικίνδυνη πράξη σαν κι αυτή και να κατακτήσει τα όνειρά του, ακολουθώντας τους κανόνες της φυλής του. Ακόμα ισχυρό είναι το δέσιμό του με ένα νεαρό αρκούδι που έμεινε χωρίς αφεντικό, όταν εκείνος πέθανε. Ήταν τρυφερός μαζί του και ο μόνος από την παρέα που το έπεισε να φάει για να ζήσει. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε κοινή μοίρα μ’ αυτό. «Έχεις χάσει τα νερά σου καημενούλι. Σ’ αισθάνομαι, θέλεις το δάσος σου .. Και σένα θα ΄ λειψε η μάνα σου, γι αυτό κατάφεραν και σε πιάσαν,ε; και τώρα σου λείπει γι αυτό δεν τρως … Τα ίδια έκανα και λόγου μου όταν πιάστηκε η μάνα μου, έννοια σου. Είχα τρεις μέρες να φάω, δεν κατέβαζα τίποτα, μέχρι που αναγκάστηκαν να με πάνε στη φυλακή. Εκεί άρχισα να ξανατρώγω… γυρνώντας στο τσαντήρι, χρειάστηκε να κουβαλήσουν και τη φουστάνα της, κι έτσι τυλιγμένος έτρωγα, κοιμόμουνα, λέει η μπάμπω μου.» Ίσως το φουστάνι της Κλεοπάτρας να υποκαθιστούσε τη φουστάνα της μάνας του, τη φουστάνα της μπάμπως του ή της Κλης, που συμβόλιζε την ανάγκη του για τρυφερότητα και ηρεμία. Κατά τη διάρκεια μιας πλημμύρας που ξεθεμέλιωσε τον καταυλισμό, έχασε το αρκούδι. Ήταν πια μήνας Νοέμβριος και πήραν το τρένο με τη γιαγιά του και τον αδελφό του για την πόλη όπου θα δικαζόταν η μητέρα του. Και η περιπλάνησή τους συνεχίζεται… Όπως έλεγε ο μεγάλος παππούς (ο προπάππους του) λίγο πριν πεθάνει : «-Να μη στεκόμαστε σε ένα μέρος πολύ. Γιατί ο θάνατος κυνηγάει τον καθένα μας από πίσω, όπως ο ίσκιος του, δω να τον φτάσει, κει να τον φτάσει. Άμα σταματήσεις πολύ στο ίδιο μέρος, θα γίνει κι αυτό να σε φτάσει. Ενώ άμα βαδίζεις…»

ΘΕΜΑΤΑ
Ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, οι παραδόσεις των τσιγγάνων, η ενηλικίωση του έφηβου, ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Την αφήγηση κάνει ο Βαλάντης ή Χαμπίμπης στα τσιγγάνικα,. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του αγοριού, καθώς ζει τα γεγονότα. Υπάρχουν επίσης περιγραφές και διάλογοι.. Κάποιες φορές οι διάλογοι μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Στις εγκιβωτισμένες ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο.

ΓΛΩΣΣΑ
Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλούς ιδιωματισμούς από την τσιγγάνικη διάλεκτο και ανταποκρίνεται στο ήθος του νεαρού τσιγγανόπουλου. Επίσης παρατίθενται αποσπάσματα από τσιγγάνικα τραγούδια στη γλώσσα των ρομά και μεταφρασμένα στα ελληνικά.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο μυθιστόρημα αυτό ο/το ξένος/ο έχει τη μορφή του τσιγγάνου. Ανακαλύπτουμε τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, τη διαφορετικότητα τους και πόσο και εμείς στα μάτια τους μοιάζουμε ξένοι, διαφορετικοί. Γι αυτούς οι λευκοί είναι άσχημοι. Ο Χαμπίμπης παρατηρεί πόσο άσχημη έγινε η γιαγιά του όταν κάποτε «άσπρισε από το φόβο της», ενώ η αγαπημένη του Πάκω «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια… για τη μαυρίλα της, που ήταν τόση, ώστε όταν κρέμαγε πίσω στη μαντίλα της κεράσια κόκκινα, έμοιαζε με κάτι κάρβουνα μισοαναμμένα.» Ο Χαμπίμπης και τα υπόλοιπα τσιγγανόπουλα ειρωνεύονται «τα μπαλαμάκια» (τα παιδιά των μη τσιγγάνων Ελλήνων), επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο στους χώρους του καταυλισμού μετά το σεισμό, γιατί ήσαν μαθημένα στην άσφαλτο. Καταλαβαίνουμε ότι η περιπλάνηση ταιριάζει με το χαρακτήρα τους. Ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Έτσι το ψέμα είναι μια άλλη πραγματικότητα γι αυτούς . Έχουν πλούσια παράδοση. Παρά το ότι αναγκάζονται να ζουν επικίνδυνα έχουν μεγάλες ευαισθησίες, όπως φαίνεται από το δέσιμο του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Οι υπόλοιποι πρέπει τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΣΚΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ, ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ Φ.



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά με τη μορφή δώδεκα εικονογραφημένων «παραμυθιών» (ή καλύτερα «φανταστικών» ιστοριών). Οι ιστορίες των παραμυθιών, βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα έτσι όπως παραδίδονται από ιστορικές πηγές και μαρτυρίες. Στα «παραμύθια» αυτά υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα συνδιαλέγονται με φανταστικά έτσι ώστε να φανεί καλύτερα ο τρόπος σκέψης, η νοοτροπία και οι πολιτισμικές αναζητήσεις των τσιγγάνων στη χρονική περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται κάθε ιστορία. Παράλληλα, με τη βοήθεια του χρονολογίου που υπάρχει στο δεύτερο μέρος γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθεί κάθε παραμύθι-ιστορία στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, αλλά και στην ιστορική πορεία της τσιγγάνικης φυλής από τον 5ο μ.Χ. ως τις μέρες μας, από την Ινδία και την Περσία μέχρι τη άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το βιβλίο αυτό, σύμφωνα και με τις προθέσεις του συγγραφέα και των εκδοτών του θα μπορούσε να αποτελέσει εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ιστορίας των τσιγγάνων στους τσιγγανόπαιδες, αλλά και με τη μορφή διδακτικών παρεμβάσεων να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας στα γυμνάσια για τη γνωριμία όλων των Ελλήνων με την ιστορία και την πολιτισμική προσφορά των τσιγγάνων.
«Στην Ευρώπη ζουν πάνω από 10.000.000 τσιγγάνοι και σχεδόν πάνω από 300.000 στην Ελλάδα. Ο μόνος τρόπος για να συμβιώσουμε και να σχεδιάσουμε τη ζωή μας μαζί με αυτούς είναι να τους κατανοήσουμε», όπως τονίζουν και οι εκδότες του βιβλίου. Και η μορφή των παραμυθιών είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό όχημα για το ταξίδι αυτής της κατανόησης.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΒΑΡΙΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΚΛΙΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ιστορία μιας οικογένειας τσιγγάνων που ζουν σε έναν καταυλισμό στις παρυφές της πόλης των Τρικάλων τη δεκαετία του ΄80. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο : «Εκείνο που θυμάμαι», παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας μέσα από την αφήγηση της μικρής κόρης, της Ελπίδας ή Σοκολατένιας, όπως την αποκαλεί ο πατέρας της. Η ιστορία ξεκινάει μια Κυριακή με λιακάδα όπου η ηρωίδα περνάει ευτυχισμένες στιγμές με την οικογένειά της. Ο δυνατός ήλιος μοιάζει να σκεπάζει τα προβλήματά τους, τον αλκοολισμό του πατέρα, την έλλειψη φαγητού και ζεστασιάς. Η μάνα τραγουδάει, και τα αγόρια παίζουν. Η Σοκολατένια είναι χαρούμενη με το καινούριο κόκκινο φουστάνι κι έτσι ευτυχισμένη αποκοιμιέται.
Στη συνέχεια, η ηρωίδα περιγράφει τις εμπειρίες της από την επαφή με τους κατοίκους της πόλης και τονίζει τη ρατσιστική συμπεριφορά τους που απέκλειε κάθε επικοινωνία μαζί τους. Αναφέρεται στις προσβολές που δέχονται, καθώς οι έμποροι τους διώχνουν από τα μαγαζιά τους, όταν πάνε να ψωνίσουν, τα παιδία της γειτονιάς δεν καταδέχονται να παίξουν μαζί και οι ένοικοι των πολυκατοικιών δεν ανέχονται να συγκατοικούν με τα νιόπαντρα ζευγάρια τσιγγάνων. Μιλά για τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς της. Όλοι μαζί αναγκάζονται να μετακινούνται συνεχώς για να πουλήσουν πατάτες, ενώ τα παιδιά καθαρίζουν τζάμια αυτοκινήτων και ζητιανεύουν. Θεωρούνται οι πρώτοι ύποπτοι για όποια παρανομία συμβαίνει στην πόλη γι αυτό συχνά δέχονται εφόδους από τους αστυνομικούς που τους εξευτελίζουν. «Εμείς οι τσιγγάνοι πληρώνουμε πάντα τα σπασμένα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Δεν έλειπαν όμως από τον καταυλισμό τους και πολλοί που ζούσαν κάνοντας παρανομίες. Μια μέρα δέχτηκαν τη επίσκεψη μιας συγγραφέως που τους φωτογράφισε για να φτιάξει ένα βιβλίο για τους τσιγγάνους. Όλοι έβαλαν τα καλά τους και έστησαν γιορτή γύρω της.
Η ηρωίδα μας νοιώθει πολύ χαρούμενη όταν επιτέλους θα πάει σχολείο. Στηρίζει σ’ αυτό όλα τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή.!! Βέβαια θα επιθυμούσε να υπάρχει αλφαβητάρι στη γλώσσα τους, αλλά αφού είναι και Ελληνίδα, με χαρά θα μάθει ελληνικά.: «… Θα ζήσω καλύτερες μέρες, θα μάθω γράμματα κι ύστερα άμα μεγαλώσω θα παντρευτώ το Σταύρο.. Θα έρθει κι αυτός στο σχολείο για να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Θα αγοράσουμε τροχόσπιτο –κανείς άλλος στο μαχαλά δεν έχει τροχόσπιτο… Θα πηγαίνουμε στα πανηγύρια, στις γιορτές. Και κανείς δε θα μπορεί να μας διώξει. Ούτε η αστυνομία. Γιατί εμείς θα ξέρουμε γράμματα. Και άμα ξέρεις γράμματα οι άλλοι σε λογαριάζουν..». Όμως το σχολείο δε σεβόταν τις ιδιαιτερότητες των τσιγγάνων και την παράδοσή τους. Η δασκάλα τους προέτρεψε να πάψουν να μιλάνε μεταξύ τους τσιγγάνικα για να βελτιώσουν το λεξιλόγιό τους στα ελληνικά. Απέκλειαν τα κορίτσια από τη γυμναστική, επειδή φορούσαν μακριά τσιγγάνικα φορέματα, αλλά τα κορίτσια δε θα αισθάνονταν τσιγγάνες, αν φορούσαν παντελόνια. Στο μάθημα έπρεπε να μένουν ακίνητοι κι αμίλητοι να γράφουν, να διαβάζουν, ενώ τα παιδιά της φυλής των τσιγγάνων είχαν συνηθίσει να κινούνται και να παίζουν συνεχώς. Γι αυτό και το διάλειμμα της άρεσε περισσότερο. Χορούς μάθαιναν τους ελληνικούς παραδοσιακούς και όχι τους τσιγγάνικους που τόσο αγαπούσε και χόρευε. Ωστόσο ήταν πολλή καλή στη Γλώσσα και ιδίως στο «σκέφτομαι και γράφω». Γρήγορα όμως, ο αγαπημένος της ο Σταύρος που ήταν ο καλύτερος στα μαθηματικά εγκατέλειψε το σχολείο, γιατί έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα του, που ήταν παλιατζής και γύριζε με το κάρο σε όλες τις συνοικίες για να ζήσει την οικογένειά του. Φαίνεται πως κι εκείνη σύντομα θα διακόψει το σχολείο. Τα όνειρά της είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Δεν μπορεί να σταματήσει τη ζητιανιά και τα αδέλφια το πλύσιμο των τζαμιών, γιατί ο μπαμπάς δε δουλεύει, είναι μέθυσος και δε θα μπορέσουν διαφορετικά να ζήσουν. Επιπλέον, οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης θέλουν να τους διώξουν γιατί τους θεωρούν αίτιους για ό, τι κακό συμβαίνει στην πόλη τους.
Μοναδικό της καταφύγιο είναι οι ιστορίες που επινοεί όταν μένει μόνη της ή τις βλέπει στο όνειρό της. Οι ιστορίες αυτές άλλες φορές είναι χαρούμενες και κρύβουν τις ελπίδες της για μια καλύτερη ζωή, που δυστυχώς τις περισσότερες φορές διαψεύδονται κι άλλες φορές μιλάνε για το φόβο που νοιώθει καθώς την καταδιώκουν οι άνθρωποι που δεν είναι της φυλής της.
Ένα όνειρό της ή κομμάτια από όνειρά της ήταν και η ιστορία που μας διηγήθηκε; Όπως ομολογεί η ηρωίδα, η Ελπίδα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου απευθυνόμενη προς τη συγγραφέα δημιουργό της : «Αυτή η ιστορία έτσι όπως εξελίχθηκε είναι θλιβερή . Και να το ξέρεις, ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες»..
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «κάτι τρέχει στα γύφτικα» η συγγραφέας που συναντήσαμε στην πρώτη ιστορία και συγγραφέας της ιστορίας του πρώτου μέρους, αφηγείται γεγονότα και συμβάντα από τη ζωή του καταυλισμού των τσιγγάνων κοντά στα Τρίκαλα, κάνοντας ένα ρεπορτάζ που συνοδεύεται και από φωτογραφίες. Αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου της έδωσαν δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, όπου οι αγανακτισμένοι περίοικοι του καταυλισμού απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση των τσιγγάνων από την περιοχή τους. Το μόνο που ήξερε για τους τσιγγάνους μέχρι τότε ήταν ιστορίες για κακές γύφτισσες που παίρνουν τα παιδιά και γύφτους που σκοτώνουν, ιστορίες που ενίσχυαν τις προκαταλήψεις της εναντίον τους. Για να μάθει περισσότερα γι αυτούς επισκέφθηκε τον καταυλισμό που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος . Εκεί γνώρισε από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους, με τις παράγκες φτιαγμένες από χοντρό νάυλον να στάζουν με την πρώτη βροχή, χωρίς νερό, χωρίς αποχετεύσεις και τουαλέτες. Παρόλο που δεν υπήρχε ηλεκτρικό οι τσιγγάνοι είχαν αγοράσει γεννήτριες για βλέπουν στην τηλεόραση τη «Δυναστεία» και το «Ντάλας». Αν και ήταν αναλφάβητοι και δεν καταλάβαιναν το περιεχόμενο των ιστοριών, γοητεύονταν από αυτές τις σειρές. Απολάμβαναν τη χλιδή, την πολυτέλεια των άλλων. Και τα παιδιά έβλεπαν μανιωδώς διαφημίσεις. Οι περισσότεροι τσιγγάνοι ασχολούνταν με το εμπόριο. Ελάχιστοι έπλεκαν ακόμα καλάθια. Την προσοχή της τράβηξε ένας αρκουδιάρης που είχε κληρονομήσει την αρκούδα από τον πατέρα του και παρόλο που δεν έβγαζε πια πολλά χρήματα από το επάγγελμα αυτό επέμενε να κάνει αυτή τη δουλεία για να μην εγκαταλείψει την αρκούδα. Οι τσιγγάνοι, αν και δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο μυστήριο της βάφτισης αν και δύσκολα βρίσκουν κουμπάρους. Καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η έρευνά της φτιάχτηκε και σχολείο για τους τσιγγάνους μέσα στον καταυλισμό. Το σχολείο ήταν μια προχειροφτιαγμένη παράγκα και η δασκάλα έπρεπε να διδάξει πρώτα απ’ όλα στα παιδιά κανόνες υγιεινής… Τα παιδιά παρουσίαζαν αργή αλλά σταθερή πρόοδο και κατάφεραν μάλιστα να οργανώσουν και γιορτή για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Όλοι, γονείς και μαθητές άρχισαν να κάνουν όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως στη γειτονική πόλη η αντίδραση των ντόπιων εναντίον των τσιγγάνων φούντωνε, και το δημοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση να τους διώξει από τον καταυλισμό «με την ελπίδα ότι θα δυναμώσει τον αγώνα των τσιγγάνων με στόχο την οριστική λύση του προβλήματός τους..» Την παραμονή της οριστικής αναχώρησής τους από τον καταυλισμό κάποιοι βάνδαλοι γκρέμισαν με τσεκουριές το σχολείο. Ο βανδαλισμός όμως του τσιγγάνικου σχολείου δεν απασχόλησε κανέναν.

ΘΕΜΑΤΑ

Τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, η εκπαίδευση των τσιγγάνων.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Η αφήγηση του πρώτου μέρους γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά μιας μικρής τσιγγάνας. Έχει μερικές φορές τη μορφή εσωτερικού μονολόγου ή σκέψεων με φανταστικό αποδέκτη κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, ενώ το δεύτερο μέρος είναι ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ για τη ζωή των τσιγγάνων του καταυλισμού κοντά στα Τρίκαλα τη δεκαετία του 80 διανθισμένο από σχόλια της συγγραφέως. Ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε όσα καταγράφονται αντικειμενικά στο δημοσιογραφικό κείμενο του δεύτερου μέρους και σε όσα αφηγείται μέσα από τη δική της οπτική η μικρή τσιγγάνα του πρώτου μέρους. Ακόμα αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον τρόπο συγγραφής ενός βιβλίου καθώς η συγγραφέας κάνει διάλογο με την ηρωίδα του πρώτου μέρους που είναι κατασκεύασμά της αλλά και ταυτόχρονα αυτόνομο πρόσωπο πια από τη στιγμή που γράφτηκε η ιστορία.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

Στο αφήγημα του πρώτου μέρους ο/το ξένος/ο παίρνει τη μορφή των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνοι μας καλούν να σεβαστούμε τη διαφορετικότητά τους . Δεν επιζητούν την ελεημοσύνη μας. Θέλουν να τους βοηθήσουμε να λύσουν τα προβλήματά τους, να ζήσουν με τις ανέσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, χωρίς όμως να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Επιθυμούν να ενταχθούν στην κοινωνία μας διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Δεν θέλουν να είναι οι αναλφάβητοι ταπεινοί ζητιάνοι, θέλουν να τους βοηθήσουμε να μορφωθούν και να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές. Είναι Έλληνες. Όμοιοι με μας, αλλά και διαφορετικοί.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ


Η Λέσχη Ανάγνωσης του Σχολείου μας λειτούργησε φέτος για πρώτη φορά στο χώρο της Σχολικής Βιβλιοθήκης. Οι συναντήσεις μας γίνονταν κάθε Πέμπτη μεσημέρι και διαρκούσαν δύο διδακτικές ώρες περίπου. Στη λέσχη συμμετείχαν παιδιά από όλες τις τάξεις, η συμμετοχή ήταν προαιρετική και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η ομάδα αρκετά ευέλικτος. Το κοινό μας στοιχείο ήταν η αγάπη για τη Λογοτεχνία.
Κατά τις πρώτες μας συναντήσεις αναζητήσαμε τις σημασίες που έχει για μας η έννοια του Ξένου, μέσα από παιχνίδια και δραστηριότητες, που σχετίζονταν με την ιστορία του ονόματος μας, το οικογενειακό μας δέντρο, την ιδιαίτερη πατρίδα, τη δική μας και των γονιών μας. Και διαπιστώσαμε ότι με κάποιο τρόπο και σε κάποιο διάστημα της ζωής μας, όλοι είμαστε ή νιώθουμε Ξένοι.
Στη συνέχεια αφού διερευνήσαμε τις έννοιες που έχει η λέξη Ξένος σε λεξικά, περιοδικά, εφημερίδες, φωτογραφίες, με τη βοήθεια των καθηγητών μας, επιλέξαμε να διαβάσουμε βιβλία στα οποία εμφανίζεται ο Ξένος με τις ποικίλες μορφές του: ως πρόσφυγας, ως μετανάστης, ως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, ως τσιγγάνος (Ρομά). Τα βιβλία τα οποία διαβάσαμε επιλέχτηκαν με βάση διάφορα κριτήρια, κυρίως όμως επειδή διερευνούν το θέμα του Ξένου.
Από τις πρώτες μας συναντήσεις καθορίσαμε τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσαμε. Αποφασίσαμε να υπάρχει ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελεί αντικείμενο ανάγνωσης σε κάθε συνάντηση, ενώ παράλληλα ο καθένας από μας διάλεγε ένα βιβλίο από τα προτεινόμενα για να το διαβάσει, να το παρουσιάσει στην ομάδα και να γίνει συζήτηση πάνω σ’ αυτό. Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας είναι το έντυπο Μιλώντας για βιβλία στο οποίο παρουσιάζουμε τις εργασίες μας.
Αρχικά διαβάσαμε το βιβλίο των Κέιβ Κάθριν και Κρις Ρίντελ, To κάτι άλλο, μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 1997, το οποίο αν και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες μας βοήθησε στην κατανόηση της διαφορετικότητας.
Ασχοληθήκαμε με την εικόνα του Ξένου σε διωγμό, μέσα από το παράδειγμα των Εβραίων που οδηγήθηκαν στο ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκ. Πολέμου και διαβάσαμε τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου «Εν ταις ημέραις εκείναις», στο Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Κέδρος, Αθήνα 1971 και του ίδιου «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων», στο Το δικό μας αίμα, Ερμής, Αθήνα 1978 σ. 45-62 και το διήγημα του Νίκου Κοκάντζη, Τζιοκόντα, Κέδρος, Αθήνα 1976.
Πάνω στο ίδιο θέμα ήταν και το μυθιστόρημα του Τζον Μπόιν, Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, μτφρ. Α. Μοσχονά, Κέδρος, Αθήνα 2006 [τίτλος πρωτοτύπου J. Boyne, The boy in the Striped Pyjamas], το οποίο διαβάζαμε στις συναντήσεις μας όλη τη χρονιά.
Για τη μορφή του Ξένου ως τσιγγάνου διαβάσαμε τα βιβλία: της Μαρούλας Κλιάφα, Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, Κέδρος, Αθήνα 1986, του Φ. Μανδηλαρά (κείμενο), Α. Βασιλακάκη (εικονογράφηση), Ο μεγάλος ίσκιος και οι τσιγγάνοι: η ιστορία της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά, Δίκτυο Drom-Γιατροί του Κόσμου και εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1999 και της Πίτσας Σωτηράκου, Το φουστάνι της Κλεοπάτρας, Πατάκης, Αθήνα 2005 (α΄ έκδ. 1991).
Για τη μορφή του Ξένου ως μετανάστη διαβάσαμε τα βιβλία της Ελένης Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός, Καστανιώτης, Αθήνα έκτη έκδοση 2004 (α΄ έκδ. 1996), της Μαρούλας Κλιάφα, Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς, Κέδρος, Αθήνα 2003 και του Μάνου Κοντολέων, Μια ιστορία του Φιοντόρ, Πατάκης, Αθήνα 2005
Για τη μορφή του Ξένου ως πρόσφυγα το βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη, Το διπλό ταξίδι, Πατάκης, Αθήνα 1987.
Άλλες μορφές του Ξένου εντοπίσαμε στα βιβλία: των Οικονόμου Ρόζεν Μπίλι (κείμενο) και Τέρρυ Μακ Κίννα (εικονογράφηση), Γούσης Σπ. (εικον. εξωφύλλου για την ελληνική έκδοση) Εγώ και ο κύριος Γορίλας, μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 2007 [τίτλος πρωτοτύπου Billi Rosen, Catch me a Godzilla, τόπος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου, Hamish Hamilton, Λονδίνο 1994], της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Λάθος, κύριε Νόιγκερ, Πατάκης, Αθήνα 2006, της Λίτσας Ψαραύτη, Όνειρα από μετάξι, Πατάκης, Αθήνα 2001 και στο βιβλίο της Σίλια Ρις, Η μικρή μάγισσα, μτφρ. Π. Εμμανουηλίδου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001 [τίτλος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου Celia Rees, Witch Child, 2000]
Ελπίζουμε την επόμενη χρονιά να συμμετέχουν στην ομάδα μας περισσότερα παιδιά που αγαπούν τα βιβλία και τη λογοτεχνία και θέλουν να μοιραστούν την αγάπη τους αυτή με τους υπόλοιπους.


Η ομάδα:


Στη Λέσχη Ανάγνωσης συμμετείχαν ανελλιπώς οι μαθήτριες: Άννα Μαρία Βολτατζή, Ελισάβετ Κάτρη, Μαργαρίτα Κυπραίου, Κωστούλα Κωνσταντινίδη, Χριστίνα Λίτση, Αναστασία Ρούσσου, Μαρία Ρούσσου και Χριστίνα Σπυροπούλου αλλά και άλλοι περιστασιακά όπως οι: Σουάτ Αμπντούλ Σαλάμ, Άννα Γιουρτσένκο, Θοδωρής Ζωγράφος, Βασούλα Καντίνου, Μύρινα Κατσουλάκου, Ισιδώρα Κιαουρτζή, Κική Κουρδουνάκη, Μάρθα Κυριακάκη, Εύη
Μαϊλακάκη και Εμινέ Μεχμέτ


Υπεύθυνες καθηγήτριες: Μέλπα Μαυριδή, Λουκία Ορφανού, Μαρίζα Χατζηλία