Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

ΦΕΤΟΣ ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ.....

Την "κλέφτρα των βιβλίων" του Μάρκους Ζούσακ όπου αφηγητής της ιστορίας είναι ο θάνατος, πράγμα που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες. Μια ιδέα πρωτότυπη αλλά και συμβολική. Ποιος θα μπορούσε να είναι καταλληλότερος αφηγητής από τον παντεπόπτη θάνατο που εκείνη ειδικά την περίοδο ήταν πανταχού παρών, έβλεπε επομένως τα πάντα; Ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής ο θάνατος παρακολουθεί τις τύχες των χαρακτήρων του βιβλίου, μας τις αφηγείται, συχνά παρεμβαίνει με σχόλια. Δεν είναι όμως ο φοβερός και τρομερός με το δρεπάνι στο χέρι, όπως συνήθως τον φαντάζονται οι άνθρωποι. Ο θάνατος του Ζούσακ είναι ευαίσθητος, λυπάται γι' αυτούς που αναγκάζεται να μεταφέρει, συχνά τους παίρνει με θλίψη στοργικά στην αγκαλιά του. Λέει μετά το βομβαρδισμό της Κολονίας: "Πεντακόσιες ψυχές. Άλλες τις κουβάλησα με τα χέρια μου, σαν να κουβαλούσα βαλίτσες. Άλλες τις κουβάλησα στον ώμο μου. Μόνο τα παιδιά κουβαλούσα στην αγκαλιά μου". Κι έρχεται μια στγμή, όταν πρόκειται να κουβαλήσει τον Ρούντι Στάινερ, το πιο προσφιλές του από τα πρόσωπα του έργου, που κι αυτός ακόμα ο θάνατος κλαίει. "Κάτι παθαίνω μ' αυτό το αγόρι. Κάθε φορά που το βλέπω. Είναι η μοναδική αρνητική επίδρασή του πάνω μου. Με κάνει και κλαίω".
Ο παντογνώστης θάνατος γνωρίζει και τα μέλλοντα (που κατά τον Καβάφη "γνωρίζουν οι θεοί"). Αυτή του η ιδιότητα συμβάλλει σε μια άλλη πρωτοτυπία του Ζούσακ. Συχνά η πρόβλεψη προτρέχει των γεγονότων, με άλλα λόγια προλέγει αυτά που πρόκειται να συμβούν, αόριστα και υπαινικτικά, όμως αυτό καθόλου δεν μειώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ίσα-ίσα το εντείνει, θέλεις να διαβάσεις παρακάτω, να δεις πώς θα οδηγηθούν τα πράγματα ως εκεί που με υπαινιγμούς ο συγγραφέας-θάνατος άφησε να διαφανούν.
Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι η Λίζελ Μέμινγκερ, ένα δεκάχρονο κορίτσι το 1939, όταν αρχίζει το έργο. Στο ταξίδι για το Μόλχινγκ, μια μικρή πόλη στα περίχωρα του Μονάχου, όπου πάει για να συναντήσει τους θετούς γονείς της, ο μικρός εξάχρονος αδελφός της πεθαίνει. Στο νεκροταφείο κλέβει το πρώτο της βιβλίο, "Το εγχειρίδιο του νεκροθάφτη", χωρίς να ξέρει ακόμη ανάγνωση. Είναι μια έμφυτη αγάπη για το βιβλίο, όχι μόνο ως περιεχόμενο, αλλά και για το βιβλίο ως αντικείμενο, μια αγάπη που θα τη συνοδεύει σ' ολόκληρη τη ζωή της, όταν η ίδια θα γράψει ένα βιβλίο.
Η μικρή Λίζελ, μόνη πια, καταλήγει στην φτωχική οικογένεια των Χούμπερμαν. Σύντομα ένας δυνατός συναισθηματικός δεσμός δημιουργείται με τους θετούς γονείς. Η μητέρα, η Ρόζα, είναι μια δυναμική, φαινομενικά σκληρή γυναίκα, που κρύβει την αγάπη και την ευαισθησία της κάτω από τις υβριστικές προσφωνήσεις. Ο πατέρας, ο Χανς, συνδέεται ιδιαίτερα με το κοριτσάκι και τα βράδια, όταν εκείνη ξυπνάει από εφιάλτες, κατεβαίνουν στο υπόγειο και της μαθαίνει ανάγνωση από το πρώτο της κλεμμένο βιβλίο.
Ακολουθούν σκηνές από την ήσυχη ακόμα ζωή στη μικρή πόλη, γνωριμία με άλλα παιδιά, στενή φιλία της Λίζελ με τον Ρούντι, αυτόν που θα γίνει αχώριστος σύντροφός της στις περιπέτειές της, ενώ η οργάνωση της Χιτλερικής Νεολαίας, ο φανατισμός και η σκληρότητα των μελών της μας εισάγει σταδιακά στο κλίμα της εποχής. Μιας εποχής που, μεταξύ άλλων, διακρίνεται και για τις πυρκαγιές της, όπου καίνε ό,τι θεωρείται εβραϊκό ή ανατρεπτικό στο ναζιστικό καθεστώς. Από μια τέτοια πυρκαγιά η μικρή Λίζελ σώζει και κλέβει, με κίνδυνο της ζωής της, ένα δεύτερο βιβλίο.
Η κλοπή των βιβλίων θα γίνει σχεδόν εθισμός, όταν, βοηθώντας τη μητέρα της που ξενοπλένει, η Λίζελ μεταφέρει τα πλυμένα και σιδερωμένα ρούχα στο σπίτι του δημάρχου κι εκεί βλέπει τη βιβλιοθήκη. Η έκπληξη και η χαρά της δεν περιγράφονται "Υπήρχαν βιβλία παντού! Ράφια φίσκα στα βιβλία στόλιζαν τους τοίχους από πάνω ως κάτω. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις το χρώμα των τοίχων. Υπήρχαν βιβλία όλων των ειδών και των μεγεθών, μαύρα, κόκκινα, γκρίζα, βιβλία σε όλες τις αποχρώσεις, με περίτεχνα γράμματα στις ράχες τους. Δεν είχε δει πιο όμορφο πράγμα στη ζωή της η Λίζελ Μέμινγκερ. (...) Διέτρεξε με την ανάστροφη του χεριού της το πρώτο ράφι σε όλο του το μήκος, ακούγοντας το σούρσιμο των χεριών της να γλιστράει στη ράχη κάθε βιβλίου σαν μουσικό όργανο. Χρησιμοποίησε και τα δυο της χέρια. Αγγίζοντας το ένα ράφι μετά το άλλο. Και ύστερα γέλασε. Η φωνή της ανέβηκε τσιριχτή στο λαιμό της, και όταν σταδιακά σταμάτησε να γελάει και στάθηκε στη μέση του δωματίου, πέρασε πολλά λεπτά κοιτάζοντας πότε τα ράφια και πότε τα δάχτυλά της".
Η κυρία δημάρχου, μια θλιμμένη γυναίκα που είχε χάσει το γιο της στον πόλεμο, αφήνει τη μικρή να κάθεται στη βιβλιοθήκη και να διαβάζει. Όμως ο πειρασμός είναι μεγάλος. Με τη βοήθεια του Ρούντι η Λίζελ αρχίζει να μπαίνει κρυφά από το ανοιχτό παράθυρο της βιβλιοθήκης και να κλέβει βιβλία (παράθυρο που θα αποδειχτεί πως ξεπίτηδες αφηνόταν ανοιχτό!).
Μια μέρα στο σπίτι των Χούμπερμαν φτάνει ο Μαξ Φάντεμπουργκ, κρατώντας για καμουφλάζ το Mein Kampf. Είναι Εβραίος, γιος ενός παλιού συμπολεμιστή του Χανς στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που είχε σώσει τότε τη ζωή του Χανς. Έτσι τώρα αυτός το ανταποδίδει κρύβοντας τον Μαξ. Τα βιβλία θα ενώσουν τη Λίζελ και με τον Μαξ, που θα μείνει για δυο χρόνια κρυμμένος στο υπόγειο.
Η αγάπη για τα βιβλία μπλέκεται μέσα στο μυθιστόρημα με την όλη ατμόσφαιρα της εποχής. Είναι ο πόλεμος, οι βομβαρδισμοί, είναι οι νέοι που χάνονται, είναι οι πατέρες που επιστρατεύονται, είναι η πείνα και οι διωγμοί των Εβραίων.