Τετάρτη 13 Μαΐου 2009



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
H Λίτσα Ψαραύτη γεννήθηκε στη Σάμο. Mετά τις σπουδές της στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο σπούδασε αγγλικά και εργάσθηκε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Eκκλησιών και στην Aμερικανική Πρεσβεία στην Aθήνα.Tο πρώτο της βιβλίο εκδόθηκε το 1980 και από τότε είχε μια γόνιμη καριέρα γράφοντας μυθιστορήματα, διηγήματα και ανθολογίες (για τα ελληνόπουλα που ζουν στο εξωτερικό). Tο έργο της γρήγορα αναγνωρίσθηκε ευρύτατα στην Eλλάδα και τιμήθηκε με πολλά ελληνικά βραβεία. Tο μυθιστόρημά της "Tο διπλό ταξίδι" γράφτηκε το 1988 στον Tιμητικό Πίνακα "Πιέρ Πάολο Bερτζέριο" για την παιδική λογοτεχνία του Πανεπιστημίου της Πάντοβα της Iταλίας. Tο 1991 το βιβλίο της "Tο αυγό της έχιδνας" πήρε Έπαινο της Aκαδημίας Aθηνών. Tο μυθιστόρημά της "Tα δάκρυα της Περσεφόνης" γράφτηκε το 1996 στον Tιμητικό Πίνακα της IBBY (International Board on Books for Young People). Πήρε επίσης τη μεγαλύτερη στην Eλλάδα διάκριση για την παιδική λογοτεχνία, το "Kρατικό Bραβείο 1996" του Yπουργείου Πολιτισμού για το βιβλίο της "Tο χαμόγελο της Eκάτης". Tο έτος 2000 ήταν υποψήφια για το Bραβείο Άντερσεν, το Nόμπελ της παιδικής λογοτεχνίας.
Πηγές έμπνευσης της Λίτσας Ψαραύτη είναι η ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας της, οι προσωπικές της εμπειρίες και η καθημερινή πραγματικότητα. Θέματα πολλών βιβλίων της είναι τα προβλήματα των σημερινών εφήβων. Bρήκε καινούριες τεχνικές για να αφηγηθεί τις ιστορίες της και η γραφή της διακρίνεται για την ποιότητα και το εύρος της φαντασίας, την επιτυχημένη μίξη πραγματικού και φανταστικού και για τα μηνύματα που στέλνει στα παιδιά γεμάτα αισιοδοξία, χαρά και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Kριτικοί και θεωρητικοί συμφωνούν ότι η προσφορά της Λίτσας Ψαραύτη είναι πολύ σημαντική και την κατατάσσουν ανάμεσα στις πιό αξιόλογες και δυναμικές παρουσίες στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας. Tα βιβλία της, 30 ως τώρα, έχουν πάρει λαμπρές κριτικές
και έχουν γίνει θέματα για μελέτες φοιτητών στα ελληνικά Πανεπιστήμια. Συνεργάστηκε με την επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου Iωαννίνων για τη δημιουργία Aνθολογίου για τα παιδιά των δημοτικών σχολείων του Aπόδημου Eλληνισμού. Eπίσης είναι μέλος της ομάδας που συνέγραψε την πατριδογνωσία "Σάμος, πατρίδα μου". Tο βιβλίο διδάσκεται στα δημοτικά σχολεία της Σάμου και αποτελεί πιλοτικό πρόγραμμα και για άλλες περιοχές της Eλλάδας.
Έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια: π.χ. το 1986 εκπροσώπησε την ελληνική παιδική λογοτεχνία στο Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων και Eικονογράφων Παιδικής Λογοτεχνίας στο Oχάϊο των HΠA και το 1987 προσκλήθηκε από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων
και το περιοδικό "Nτέτσκαγια Λιτερατούρα" στο πλαίσιο προγράμματος μορφωτικών ανταλλαγών. H Λίτσα Ψαραύτη καλείται πολύ συχνά σε σχολεία και σε άλλες εκδηλώσεις "συνάντησης με το συγγραφέα" σε όλη την Eλλάδα και είναι ομιλήτρια σε πολιτιστικά γεγονότα, συνέδρια και παρουσιάσεις βιβλίων. Eίναι μέλος πολιτιστικών σωματείων όπως ο "Kύκλος του Eλληνικού Παιδικού Bιβλίου" και η "Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά". Eίναι επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του περιοδικού "Διαδρομές".


ΛΑΘΟΣ ΚΥΡΙΕ ΝΟΙΓΚΕΡ, ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ Λ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
O Φίλιππος αποφασίζει να πάει διακοπές μαζί με τον αρχαιολόγο και δάσκαλο των γερμανικών, τον ελληνοαυστριακό κ. Νόιγκερ, σε ένα χωριό της Πελοποννήσου που ονομαζόταν Τράπεζα. Εκεί συναντάει τον παππού και την γιαγιά του καθώς και τα αδερφάκια του από την Γερμανία (από την καινούρια οικογένεια του πατέρα του μετά το γάμο του με Γερμανίδα).
Παρόλο που ο δεκατριάχρονος Φίλιππος βρίσκεται μακριά από τον πατέρα του και τη μητέρα του, επειδή οι γονείς του χώρισαν, παραβλέπει τις συχνές ανασφάλειες του, και προσπαθεί να ζει ανεξάρτητος. Στην Τράπεζα λοιπόν αποφασίζει με τον Αλέξη Νόιγκερ να μάθει γερμανικά οργανώνοντας γραπτές αναφορές για το πώς περνάει καθημερινά τις διακοπές του. Μέσα από αυτές παρακολουθούμε τη ροή της ιστορίας. Οι αναγνώστες του βιβλίου παράλληλα με τις αναφορές αυτές διαβάζουν και ένα σημειωματάριο του Αλέξη που έχει σημαντικές πληροφορίες για εκείνον, την εργασία του ως αρχαιολόγου, για τον πατέρα του, Αυστριακό σημαντικό μουσικό, τη μητέρα του Ελληνίδα μουσικό επίσης, αλλά και για την μεγάλη του αγάπη, την Δάφνη, γιατρό που ζει στη Μακεδονία και η οποία δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πρόταση γάμου που της έχει κάνει. Μέσα από τα γράμματα που αφήνει στον Αλέξη πληροφορούμαστε και τις δικές της προθέσεις. Ο Αλέξης σύμφωνα με τις σημειώσεις του εκείνο το καλοκαίρι έχει να εκπληρώσει μια σημαντική αποστολή που του ανέθεσε ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει. Από τα πρώτα ενδιαφέροντα στοιχεία που συνέλεξε γι αυτήν την αποστολή ήταν ο εντοπισμός του σπιτιού και η γνώση για τον τρόπο θανάτου μιας γηραιάς Γερμανίδας που κατοικούσε στην περιοχή.
Ο Φίλιππος οργίζεται όταν ο κ. Αλέξης τον αποκλείει από μερικές εξορμήσεις του. Μυστήριο, σύμφωνα με το Φίλιππο, καλύπτει τις συναντήσεις του κ. Αλέξη με τον χωρικό Καβαντή στο αρχαίο υδραγωγείο. Περίεργη του φαίνεται η συμπεριφορά του, όταν στην επίσκεψή τους στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου δε θέλει να επισκεφτούν τον τόπο όπου εκτελέστηκαν οι μοναχοί από τους Γερμανούς, αλλά σπεύδει μόνος του να συναντήσει τον ηγούμενο στη βιβλιοθήκη. Όταν ανακαλύπτει ότι ο κ. Αλέξης τους εγκατέλειψε ξαφνικά, χωρίς καμία ειδοποίηση εξοργίζεται τόσο πολύ, που μετά την επίσκεψή τους στον τόπο της σφαγής των Καλαβρυτινών από τους Γερμανούς (13 Δεκεμβρίου 1943) δηλώνει πως δε θα ξανακάνει μάθημα γερμανικών και αισθάνεται μίσος και απέχθεια τόσο για τον κ. Νόιγκερ όσο και για τα ετεροθαλή αδελφάκια του από τη Γερμανία, επειδή οι πρόγονοί τους είχαν συμπεριφερθεί με τόση αγριότητα στους Έλληνες. Όταν μάλιστα έμαθε πως ο Καβαντής ο οδηγός του κ. Νόιγκερ δολοφονήθηκε διαστρεβλώνει τα πράγματα, αφού μέσα από τις αναφορές του τον ενοχοποιεί για το θάνατό του. Πιθανή αιτία τού φαίνεται ότι είναι η αρχαιοκαπηλία, αφού έγινε γνωστό ότι ο Καβαντής ήταν συνεργάτης αρχαιοκαπήλων. Επιπλέον, υποθέτει πως ο κ. Αλέξης πρόδωσε την αγαπημένη του Δάφνη και έφυγε με μια άλλη με την οποία είχε την εντύπωση ότι φλέρταρε τον τελευταίο καιρό. Ένα φως που είχε δει στο σπίτι του κ. Νόιγκερ και το οποίο οφειλόταν στην επίσκεψη της Δάφνης, υποθέτει ότι οφειλόταν στο σύντομο πέρασμα του κ. Νόιγκερ από κει πριν εξαφανιστεί για πάντα.
Η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Φίλιππου είχε ως συνέπεια να του συμβεί ένα ατύχημα που παραλίγο θα του κόστιζε τη ζωή. Ψάχνοντας μέσα στο δάσος για τα αδελφάκια του που είχαν εξαφανιστεί προσπαθώντας να ξεφύγουν από αυτόν που τους συμπεριφερόταν πια άσχημα κτυπήθηκε από κάποιον άγνωστο ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ήταν ο δολοφόνος του Καβαντή και φοβόταν μην αποκαλυφθεί. Τον έσωσε ένας χωρικός ο Δουρέκας, παλιός φίλος του Καβαντή, ο οποίος στη συνέχεια αποκάλυψε στο Φίλιππο μια ιστορία από τη γερμανική κατοχή που τον έκανε να κατανοήσει το μέγεθος της παρεξήγησης σχετικά με τον κ. Νόιγκερ και να παραδεχτεί το λάθος που είχε διαπράξει απέναντί του. Η Γερμανίδα γιατρίνα που κατοικούσε σε ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού είχε φιλοξενήσει στο σπίτι της έναν Αυστριακό στρατιώτη φυγάδα μετά τη σφαγή των Καλαβρύτων. Ο στρατιώτης αυτός είχε απεγκλωβίσει από την εκκλησία τα γυναικόπαιδα του χωριού τα οποία επρόκειτο να κάψουν οι Γερμανοί μετά την εκτέλεση των ανδρών του χωριού. Όταν τον αντιλήφθηκαν και τον πυροβόλησαν προσποιήθηκε ότι ήταν νεκρός και στη συνέχεια με τη βοήθεια των αντιστασιακών Ελλήνων κατέφυγε στο σπίτι της Γερμανίδας όπου δε θα κινούσε τις υποψίες των κατακτητών. Ο Καβαντής όμως μια μέρα τον πρόδωσε, αλλά κατά τη διάρκεια της εφόδου που έκαναν οι Γερμανοί, η γιατρίνα με το συνθηματικό γερμανικό τραγουδάκι για παιδιά : αχ μικρό τριαντάφυλλο … τον ειδοποίησε εγκαίρως και έτσι κατέφερε να διαφύγει. Ο στρατιώτης αυτός που έσωσε από το θάνατο τα γυναικόπαιδα των Καλαβρύτων ήταν ο πατέρας του κ. Νόιγκερ.
Στο μεταξύ επέστρεψε και ο κ. Νόιγκερ. Είχε φύγει ξαφνικά για τις Σέρρες για να προλάβει να δει από κοντά τον παππού του λίγο πριν πεθάνει. Διάβασε τις αναφορές του Φίλιππου και πληροφορήθηκε για τις εξελίξεις. Εκ μέρους του πατέρα του, όπως είχε υποσχεθεί απέθεσε στον τάφο της γιατρίνας ένα μικρό τριαντάφυλλο. Στη συνέχεια, επέστρεψε με τον αρραβωνιαστικό της και η κοπέλα με την οποία ο Φίλιππος υπέθετε ότι ο κ. Νόιγκερ είχε φύγει. Απέμενε να διορθώσει το τελευταίο τραγικό του λάθος.Τις αναφορές του για το υποτιθέμενο φλερτ του κ. Νόιγκερ με την άλλη γυναίκα τις είχε διαβάσει η Δάφνη, η οποία εγκατέλειψε το χωριό γράφοντας στον Αλέξη ότι δε θα ξανασυναντηθούν ποτέ. Προσποιούμενος τον άρρωστο κάλεσε σε βοήθεια τη Δάφνη, που έμενε για λίγο στη γειτονική πόλη και έτσι ο Αλέξης ξαναβρήκε την αγαπημένη του και η παρεξήγηση διαλύθηκε. Έτσι τέλειωσε ένα καλοκαίρι «παρεξηγήσεων», αλλά και ειλικρινούς μεταμέλειας για το Φίλιππο.

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Ο Φίλιππος φαίνεται να είναι συμβιβασμένος με τις διαφορετικές οικογένειες που ζουν οι γονείς του. Είναι αρκετά έξυπνος αν και μερικές φορές παρεξηγεί καταστάσεις. Είναι αρκετά ανυπόμονος κι αυτό τον βάζει σε μπελάδες Φαίνεται καλός και δεν το βάζει κάτω. Έχει όμως τη γενναιότητα να ζητάει συγγνώμη από τους άλλους κα να παραδέχεται τα σφάλματά του.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν ο Φίλιππος εξηγεί την οικογενειακή του κατάσταση:
«Ο Άρης (ένα θηρίο δέκα χρονών) είναι ο γιος του πατριού μου (που η πρώτη του γυναίκα είχε πεθάνει και που παντρεύτηκε πριν δύο χρόνια την μαμά μου).Ύστερα έχω το μωρό μας, ένα κοριτσάκι που μόλις περπάτησε (μπαμπάς της είναι ο πατριός μου και μαμά η δική μου. Κι έχω ακόμα και τα γερμανάκια την Γκέρντα και τον Χανς, εφτά και πέντε χρονών (παιδιά του πατέρα μου και της δεύτερης γυναίκας του της Γερμανίδας)». Βλέπουμε πως ο Φίλιππος μιλά για την οικογένειά του και για όποια τυχόν προβλήματα υπάρχουν με χιούμορ και ανάλαφρο ύφος.

ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα που θίγονται είναι σχετικά με την φιλία π.χ. μεταξύ του κ. Νόιγκερ και του Φίλιππου. Μαθαίνουμε ότι πάντα πρέπει να ερευνούμε κάτι και μετά να επιβεβαίωνουμε τις απόψεις μας για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις. Θίγεται επίσης το θέμα της ξενοφοβίας που καταβάλλει τον κεντρικό ήρωα, ο οποίος οδηγείται στο να πιστεύει ότι ο κ. Νόιγκερ λόγω της γερμανικής του καταγωγής έχει κάνει ένα φόνο. Μερικές φορές δηλαδή, παρασυρόμαστε από στερεότυπα και κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση αυτά, φορτώνουμε πάνω στον ξένο όλα τα αρνητικά και τον θεωρούμε υπεύθυνο για ό,τι κακό συμβαίνει.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση γίνεται στο α΄ πρόσωπο μέσα από τις αναφορές του Φίλιππου, από το σημειωματάριο του Αλέξη και τα γράμματα της Δάφνης. Αυτός ο τρόπος είναι πολύ ενδιαφέρων, γιατί βλέπουμε τα γεγονότα να ξετυλίγονται από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες. Μέσα από την αλήθεια του καθενός πλησιάζουμε και κατανοούμε καλύτερα την πραγματική αλήθεια.
Η γλώσσα είναι απλή, κατανοητή δημοτική με εύκολο λεξιλόγιο κάποιες γερμανικές λέξεις.





ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΨΑΡΑΥΤΗ Λ.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Βαγγελίτσα θυμάται με πίκρα το δράμα της διπλής κατοχής που έζησε στο νησί της, τη Σάμο, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θυμάται την αδελφή της Ισμήνη που ερωτεύτηκε τον Ιταλό ανθυπολοχαγό Βιτόριο, αλλά και το θείο της Λεωνίδα που συμμετείχε στον αγώνα απελευθέρωσης της Ελλάδας. Μετά το βομβαρδισμό των Γερμανών εγκαταλείπει με την οικογένειά της το νησί και πηγαίνουν πρόσφυγες στην Παλαιστίνη. Εκεί γνωρίζει ένα κορίτσι αραβικής καταγωγής, τη Ρασμίγια η οποία ζωγραφίζοντας εκφράζει τις απόψεις και τα ιδανικά της.
Σαράντα χρόνια αργότερα, η Βαγγελίτσα θα ξαναβρεθεί στα μέρη εκείνα που έζησε την προσφυγιά και θα βιώσει το δράμα των Παλαιστινίων που εκδιώκονται από τον ίδιο τον τόπο τους. Μαθαίνει πως η Ρασμίγια φυλακίστηκε για τις «ανατρεπτικές» ζωγραφιές της. Με χαρά αλλά και προβληματισμό συναντά στα Ιεροσόλυμα την εβραιοπούλα Σάρα, παιδική της φίλη από τη Σάμο, η οποία μετά τον κατατρεγμό της από τους Γερμανούς αναζητά εκεί μια νέα πατρίδα.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο θεματικές ενότητες, του τότε, όταν η Βαγγελίτσα ήταν παιδί με τη δική της παιδική ματιά και του τώρα, της ενήλικης πλέον Βαγγελίτσας η οποία επιστρέφει στον τόπο όπου είχε περάσει τα δύσκολα εκείνα χρόνια…

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Η λέξη «Ξένος» στο βιβλίο έχει την έννοια του πρόσφυγα που λόγω ενός πολέμου είναι αναγκασμένος να εγκαταλείψει την πατρίδα του για τα ιδανικά του και περισσότερο από όλα για την ίδια του τη ζωή. Αναφέρεται στους Έλληνες πρόσφυγες από τη Σάμο προς την Παλαιστίνη, στους Εβραίους της Σάμου (Σάρα), στους Παλαιστίνιους που είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα (Ρασμίγια), στους Ιταλούς μετά την ήττα τους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Ο τίτλος του βιβλίου προέρχεται από ένα ταξίδι που κάνει η Βαγγελίτσα την πρώτη φορά ως πρόσφυγας και τη δεύτερη ως τουρίστρια που έτυχε να βρεθεί στο ίδιο μέρος λόγω ενός συμβουλίου.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Ο τρόπος της αφήγησης δεν είναι γραμμικός. Ξεκινάει από το σήμερα, σταματάει και θυμάται το παρελθόν χρησιμοποιώντας αναδρομές.

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΙΟΝΤΟΡ, ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ Μ.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η Λιούμπα είναι ένα κορίτσι από τη Ρωσία, που εξαιτίας της ανεργίας στη χώρα της, αναγκάστηκε να έρθει και να μείνει σε ένα χωριό στην Ελλάδα μαζί με την μητέρα της, την Ελόνα, Ελένη όπως τη λεν οι ντόπιοι. Όμως η Λιούμπα δεν μπορούσε και αρνιόταν να ξεχάσει το όνομα, τη γλώσσα και την πατρίδα της. Στο χωριό τα πράγματα ήταν άσχημα, καθώς τα παιδιά την πείραζαν και την κορόιδευαν, ενώ οι μεγάλοι έκαναν συνεχώς κριτική για την συμπεριφορά και την πατρίδα της.
Η Λιούμπα απελπίστηκε ακόμα περισσότερο όταν έμαθε ότι ο πατέρας και ο παππούς της στη Ρωσία πέθαναν. Η μητέρα της τότε παντρέφτηκε έναν γέρο, τον κυρ-Θανάση ο οποίος θα τους άφηνε κληρονομιά, κάτι που δυστυχώς δεν έκανε ποτέ. Έτσι η Λιούμπα αναγκάστηκε να δουλεύει σκληρά. Σε ένα σπίτι που δούλευε γνώρισε τον Μήτια, ένα αγόρι με μητέρα Ρωσίδα και πατέρα Έλληνα. Ανάμεσα στα δύο παιδιά δημιουργήθηκε μια έλξη, μέχρι που στο χωριό ήρθε ένας ρωσικός θίασος, με τον οποίο η Λιούμπα έφυγε χωρίς κανείς να γνωρίζει που βρίσκεται. Η υγειά της μητέρας χειροτέρευε.
Μετά από καιρό, ένας συγχωριανός βρήκε την Λιούμπα στη στάνη του, όμως δεν ήταν όπως πριν. Ήταν βρώμικη και είχε χάσει την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους, ακόμα και στον Μήτια. Η μητέρα της πέθανε και οι συγχωριανοί της έριξαν όλες τις κατηγορίες στη Λιούμπα. Όμως ο Μήτια είχε αποφασίσει να τα αλλάξει όλα. Διηγήθηκε στα παιδιά μια ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, η οποία δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Τα παιδιά στενοχωρέθηκαν συνειδητοποιώντας το λάθος που έκαναν απέναντι στη Λιούμπα, της ζήτησαν συγνώμη και μαζί με τον Μήτια την βοήθησαν να ξεπεράσει ό,τι άσχημο της είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή και να ξαναβρεί την εμπιστοσύνη της στους ανθρώπους.
Η ιστορία του βιβλίου μας τελειώνει με τον Μήτια και την Λιούμπα να μπαίνουν στο σπίτι τους.

Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ
Η στάση και η συμπεριφορά της Λιούμπα, δείχνει ότι είναι υπομονετική και ότι δεν ξεχνά την πατρίδα της. Είναι πολύ πεισματάρα σχετικά με τη γλώσσα που πρέπει να μιλάει, με αποτέλεσμα να φαίνεται ψυχρή και απόμακρη και οι κάτοικοι του χωριού να την έχουν στο περιθώριο.
Το ρόλο του ξένου στο μυθιστόρημα ενσαρκώνει η Λιούμπα, η οποία νιώθει η ίδια ξένη καθώς δε μπορεί να προσαρμοστεί.

ΘΕΜΑΤΑ
Το θέμα που θίγεται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός, οι δυσκολίες των οικονομικών μεταναστών, η δύναμη της αγάπης, η λειτουργία της λογοτεχνίας.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο είναι όταν τα παιδιά ζητάνε συγνώμη από τη Λιούμπα και την βοηθούν να ζήσει και να κάνει μια καινούρια αρχή.
Μου αρέσει επίσης το τέλος του βιβλίου γιατί είναι πολύ καλό, ευτυχισμένο και αισιόδοξο.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Ο αφηγητής δεν συμμετέχει στην ιστορία και μιλάει σε γ΄ πρόσωπο. Επίσης αφηγείται από τρεις οπτικές γωνίες πρώτα από την μεριά της Λιούμπα, μετά του Μήτια και τέλος των παιδιών. Έτσι αποκτούμε μια σφαιρική αντίληψη σχετικά με τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα ο κάθε ήρωας ξεχωριστά και κατανοούμε καλύτερα το χαρακτήρα του.

ΓΛΩΣΣΑ
Η γλώσσα είναι απλή και λιτή με πολλές ρωσικές εκφράσεις και προτάσεις.

ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΤΛΟ
Ο τίτλος οφείλεται στο γεγονός ότι μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, την οποία διαβάζει ο Μήτια στα παιδιά, έχει ως αποτέλεσμα αυτά να αλλάξουν γνώμη και συμπεριφορά απέναντι στη Λιούμπα και να κατανοήσουν ότι πρέπει να σέβονται τη διαφορετικότητα και ότι μόνο η αγάπη μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να πάνε μπροστά.

Παρουσίαση: Κυπραίου Μαργαρίτα

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το βιβλίο αναφέρεται σε ένα κορίτσι την Λιούμπα, η οποία αναγκάστηκε να φύγει από την πατρίδα της την Ρωσία και να έρθει στην Ελλάδα για οικονομικούς λόγους. Στην Ελλάδα ήρθε η Λιούμπα μόνο με την μητέρα της, την Ελένη, η οποία βρήκε δουλειά σε ένα μικρό χωριό. Ο παππούς και ο πατέρας της Λιούμπα έμειναν στην Ρωσία, και εκεί μετά από καιρό πέθαναν. Ο πατέρας της Λιούμπα παλιά δούλευε ως οδηγός σε σιδηροδρομικό σταθμό. Στην Ελλάδα που ζούσε τώρα πια η Λιούμπα δεν ήταν όλα και τόσο καλά για εκείνη. Όλοι, μικροί και μεγάλοι που ζούσαν στο χωριό την κορόιδευαν και δε σέβονταν τη διαφορετικότητά της. Η μητέρα της της φώναζε και την κλείδωνε στο σπίτι για να μην την κάνει ρεζίλι.
Κάποια στιγμή, η μητέρα της Λιούμπα παντρεύτηκε έναν ευκατάστατο ηλικιωμένο, τον κυρ Θανάση, με την ελπίδα ότι θα τους εξασφάλιζε οικονομικά. Η Λιούμπα δεν συμπαθούσε καθόλου τον κυρ Θανάση και αυτός την θεωρούσε απροσάρμοστη. Όταν πέθανε ο κυρ Θανάσης δεν άφησε τίποτα από την περιουσία του στην Ελένη. Η Λιούμπα και η μητέρα της αναγκάστηκαν να δουλεύουν ως καθαρίστριες σε σπίτια. Μια μέρα καθώς η Λιούμπα καθάριζε σε ένα σπίτι γνώρισε ένα παιδί, τον Μήτια, ο οποίος μόλις την είδε την ερωτεύτηκε. Ο Μήτια ήταν γιος Ρωσίδας μάνας και Έλληνα πατέρα.
Μια μέρα η Λιούμπα έμαθε πως στο χωριό έρχεται ένας ρώσικος θίασος. Φόρεσε τα καλά της και πήγε στον θίασο. Εκεί ενθουσιάστηκε, καθώς όλα της θύμιζαν την πατρίδα της, ερωτεύτηκε έναν ρώσο τσιγγάνο που δούλευε στο θίασο και τον ακολούθησε στην περιοδεία τους.
Μετά από καιρό, η Λιούμπα επέστρεψε απογοητευμένη, και έμαθε ότι η μητέρα της είναι άρρωστη. Μόλις έφτασε στο σπίτι η μητέρα της είχε πεθάνει και όλες οι κατηγορίες έπεσαν πάνω της. Η Λιούμπα μετά από αυτό έπαθε μελαγχολία και απομονώθηκε ακόμα περισσότερο από τους υπόλοιπους.
Ο Μήτια τότε μάζεψε τα παιδιά του χωριού που ενοχλούσαν τη Λιούμπα με τα πειράγματά τους και τους διηγήθηκε μια παλιά ιστορία του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, που δείχνει πως ό,τι είναι άσχημο και κακό μπορεί να νικηθεί από τους ίδιους που το έχουν υπηρετήσει. Μετά από αυτήν την ιστορία τα παιδιά κατάλαβαν το λάθος τους, σταμάτησαν να την κοροϊδεύουν και της ζήτησαν συγνώμη.
Μετά από αυτό ο Μήτια και η Λιούμπα έμειναν στο μεγάλο σπίτι του Μήτια και έκαναν μια καινούρια αρχή βασισμένη στην αγάπη.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση είναι απλή, λιτή, στο γ' ενικό με διαλόγους και με ρώσικες εκφράσεις. Στην αρχή η αφήγηση γίνεται από την μεριά της Λιούμπα, μετά από τη μεριά του Μήτια και τέλος από την μεριά των παιδιών. Δηλαδή σε κάθε κεφάλαιο βλέπουμε την ιστορία από διαφορετική οπτική γωνία και μας αποκαλύπτεται η αλήθεια του κάθε ήρωα, ο τρόπος με τον οποίο βλέπει εκείνος τα πράγματα.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στην ιστορία μας η Λιούμπα είναι ο Ξένος. Νιώθει αποκομμένη από το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο ζει, είναι πολύ πεισματάρα και δεν κάνει καμιά προσπάθεια για να προσαρμοστεί στις καινούριες συνθήκες της ζωής της. Μένει προσκολλημένη στο παρελθόν. Όλα της τα προβλήματα ξεκινάν από την καχυποψία και την εχθρότητα της κοινωνίας για τους ξένους και από το δικό της πείσμα.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Το αγαπημένο μου σημείο ήταν όταν ο Μήτια διηγήθηκε την ιστορία του Ντοστογιέφσκι στα παιδιά και μετά αυτά της ζήτησαν συγνώμη. Βλέπουμε δηλαδή πώς μέσα από τη λογοτεχνία μπορεί να μάθουμε και να γίνουμε πιο ώριμοι, πώς η λογοτεχνία μπορεί να είναι το καταφύγιο και το στήριγμά μας στα δύσκολα. Και τέλος μου άρεσε πως στο τέλος με την αγάπη λύνονται και ξεπερνιούνται τα προβλήματα.

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ, ΚΛΙΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Μια αγγελία σε ένα περιοδικό, δημοσιευμένη από ένα κορίτσι που ζητά φίλες για να αλληλογραφεί, γίνεται αφορμή για τη δημιουργία μιας φιλίας ανάμεσα σε δυο δεκαπεντάχρονα κορίτσια, την Ελένη και τη Βερόνικα. Τα κορίτσια που ανήκουν σε δυο διαφορετικούς κόσμους και δεν έχουν ειδωθεί ποτέ αρχίζουν να αλληλογραφούν. Μέσα από την αλληλογραφία, η οποία κρατάει αρκετούς μήνες, ξετυλίγεται η ιστορία τους.
Η Βερόνικα είναι από την Αλβανία, ζει στα Τρίκαλα και βιώνει πολλά προβλήματα καθώς η οικογένεια της προσπαθεί να εγκατασταθεί και να προσαρμοστεί σε ένα μάλλον αρνητικό κοινωνικό περιβάλλον, που τους θεωρεί ξένους, άρα ύποπτους και επικίνδυνους. Ο πατέρας της δυσκολεύεται πολύ με διάφορες περιστασιακές δουλειές σε οικοδομές. Η μητέρα της καθαρίζει σπίτια συμπληρώνοντας το οικογενειακό εισόδημα. Ο αδερφός της που είναι μεγαλύτερος στην ηλικία, φοιτά στο λύκειο, είναι εξαίρετος αθλητής, αλλά αποκλείεται από τη συμμετοχή στο πανελλήνιο σχολικό πρωτάθλημα εξαιτίας της καταγωγής του. Μια πρόσφατη μετακόμιση της οικογένειας τους φέρνει αντιμέτωπους με το ρατσισμό και την ξενοφοβία των κατοίκων στην πολυκατοικία. Η ίδια η Βερόνικα, παρά τα όσα προβλήματα, αντιμετωπίζει τη ζωή με αισιοδοξία, ονειρεύεται κάποτε να σπουδάσει, είναι καλή μαθήτρια, ιδιαίτερα στη γλώσσα και της αρέσει η λογοτεχνία. Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, καθώς ο πατέρας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, δεν μπορεί να εργαστεί, η Βερόνικα εργάζεται τα απογεύματα, κρατώντας συντροφιά σε μια ευγενική, καλλιεργημένη ηλικιωμένη κυρία, η οποία της διηγείται ιστορίες από τα νιάτα της, όταν πολεμούσε στο πλευρό των ανταρτών στον εμφύλιο, και της ζητά να της διαβάζει έργα της κλασικής λογοτεχνίας.
Η Ελένη είναι ένα κορίτσι από την Αθήνα, από μια ευκατάστατη οικογένεια και κανένα πρόβλημα δε φαίνεται να την κλονίζει. Ζει σε μια ακριβή συνοικία των Αθηνών, φοιτά σε καλό σχολείο, έχει πάρα πολλούς φίλους, ασχολείται με το χορό και τον αθλητισμό, συμμετέχοντας μάλιστα και σε πρωταθλήματα. Οι γονείς της που την αγαπούν και την προσέχουν πολύ, καθώς μάλιστα είναι μοναχοπαίδι, δε της χαλάν κανένα χατίρι, της κάνουν ακριβά δώρα (π.χ. στερεοφωνικό για τα γενέθλιά της) και της επιτρέπουν να βγαίνει να διασκεδάζει και να κάνει πάρτι στο σπίτι με τους φίλους της. Τα μόνα προβλήματα που φαίνεται να απασχολούν την Ελένη είναι αυτά των σχέσεων με το άλλο φύλο, τα αγόρια που τη φλερτάρουν και το πώς να τα αντιμετωπίσει.
Επί οκτώ μήνες τα κορίτσια αλληλογραφούν λέγοντας η μια στην άλλη τα μυστικά της, τις σκέψεις, τα όνειρά της. Σχολιάζουν αγαπημένα τους πρόσωπα, στιγμιότυπα από τη ζωή που τους έχουν εντυπωσιάσει, περιγράφουν τη ζωή στο σχολείο, όσα παράξενα συμβαίνουν γύρω τους.
Όμως όλα αυτά ανατρέπονται ξαφνικά από διάφορα ψέματα κι ένα τραγικό μυστικό, η αποκάλυψη του οποίου έρχεται να κλονίσει την σχέση τους. Όταν η Βερόνικα αποφασίζει να πάει στο Βόλο όπου γίνονται οι πανελλήνιοι σχολικοί αγώνες, για να συναντήσει επιτέλους την Ελένη, ελπίζοντας να κάνει έκπληξη στη φίλη της που συμμετέχει σ’ αυτούς, μαθαίνει την αλήθεια. Η Ελένη δεν είναι στο Βόλο, γιατί δεν είναι πια αθλήτρια, ούτε συμμετέχει σε αγώνες. Πριν από ένα χρόνο σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα είχε χάσει τον πατέρα της και η ίδια είχε μείνει ανάπηρη, κι από τότε είναι καθηλωμένη σε αναπηρικό κάθισμα. Η Ελένη ζητά από τη Βερόνικα να τη συγχωρέσει για τα ψέματα που της έλεγε τόσον καιρό, και της ζητά να την καταλάβει. Αποφάσισε να της κρύψει την αλήθεια, γιατί η πραγματικότητα που βιώνει είναι φρικτή και δεν μπορεί να την αποδεχτεί. Όλους αυτούς τους μήνες υποδυόταν το ρόλο κάποιας άλλης, επειδή είχε ανάγκη να είναι αυτή η άλλη. Η Βερόνικα μετά την πρώτη αντίδραση του θυμού της, επειδή η Ελένη δεν είχε πει την αλήθεια, ζητά συγγνώμη και ζητά από τη φίλη της να συνεχίσουν να αλληλογραφούν. Το μυστικό δε στάθηκε ικανό να χαλάσει τη φιλία τους, αντίθετα η αποκάλυψή του την έκανε πιο στέρεη και δυνατή.

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΗΜΕΙΟ
Αγαπημένο μου σημείο είναι εκείνο στο οποίο η Βερόνικα θυμίζει στην Ελένη ότι η ίδια είχε πει κάποτε πως «ο δρόμος για το Παράδεισο είναι μακρύς» και τη διαβεβαιώνει ότι αυτόν τον δρόμο θα τον διανύσουν μαζί ξεπερνώντας τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τη δύναμη της αγάπης και της φιλίας τους.

ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα που θίγονται στο μυθιστόρημα είναι η διαφορετικότητα, ο κοινωνικός ρατσισμός και αποκλεισμός, η δύναμη της θέλησης και της ελπίδας, η φιλία.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται στο ότι η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τις επιστολές που ανταλλάσσουν τα δύο κορίτσια. Δεν υπάρχει καθόλου αφήγηση να συνδέσει τις επιστολές, να τις σχολιάσει. Ο αναγνώστης καλείται ο ίδιος να υποθέσει, να φανταστεί, να καλύψει τα κενά που δημιουργούνται μέσα από αυτά που λένε τα κορίτσια στα γράμματά τους

ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΤΕΛΟΣ
Η οικογένεια της Βερόνικας αντιμετωπίζει με επιτυχία τις δυσκολίες και τα προβλήματα, έτσι ώστε καταφέρνει να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση.

ΚΑΠΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ ΕΛ.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στις δύο πρώτες σελίδες η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Ευριδίκη, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κάνοντας μια εισαγωγή μας εξομολογείται την πικρία της και τον πόνο της για έναν ματαιωμένο έρωτά της λόγω της κοινωνικής απόστασης που τη χώριζε από το νέο που αγάπησε. Αυτός ο πρόλογος μας προειδοποιεί για όσα θα συμβούν αργότερα και με τα ίδια λόγια θα αποτελέσει κομμάτι ενός κεφαλαίου. Στη συνέχεια ξετυλίγει την αφήγηση για να μας μυήσει στην ιστορία της. Βρίσκεται στα Τρίκαλα με την οικογένειά της, τους γονείς, τα αδέλφια της και τη γιαγιά της από τη πλευρά του πατέρα της, την Ανάστα, μετανάστες στη χώρα καταγωγής τους, παλιννοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες από την Τασκένδη της Ρωσίας. Ο πατέρας της εργάζεται ως επιστάτης σε ένα μεγάλο αγρόκτημα έξω από τα Τρίκαλα και κατοικούν σε μια αποθήκη που τους έχει παραχωρηθεί. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, θύματα της οικονομικής κρίσης μετά τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας τους. Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ του παλαιού τους πανέμορφου σπιτιού στην Τασκένδη με το νέο της χαμόσπιτο στα Τρίκαλα, συγκρίνοντας τη ζωή στα Τρίκαλα με τη ζωή στην Τασκένδη, μέσα από αφηγήσεις που παρεμβάλλονται στην κύρια αφήγηση, η Ευριδίκη μιλάει για την ιστορία της οικογένειάς της.
Οι παππούδες της λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1949), είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν στη Ρωσία όπου τα πράγματα γι αυτούς θα ήσαν αρκετά καλύτερα. Η γιαγιά της, χήρα στα είκοσι πέντε της χρόνια με τον πατέρα της εξάχρονο αγόρι στην αγκαλιά είχε φύγει από τα χωριά της Σπάρτης και μέσω της Αλβανίας και της Ουγγαρίας εγκαταστάθηκε τελικά στην Τασκένδη. Οι γονείς της μητέρας της είχαν φθάσει εκεί από τα χωριά του Βόλου. Στην Τασκένδη, ο πατέρας της Πάνος δίδασκε ηλεκτρονική φυσική στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα ήταν ποιητής, ενώ η μάνα της η Όκτια /Οκτωβρία ήταν δασκάλα.
Η πατρίδα τούς είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια, αλλά η επιθυμία τους για την πατρίδα δεν έλειψε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα πράγματα θα ήσαν καλά γι αυτούς και ότι θα έβρισκαν εύκολα δουλειά ανάλογη με τα προσόντα τους. Επιστρέφουν για να κάνουν μια νέα αρχή, γι αυτό και η γιαγιά δε διεκδίκησε ό,τι της ανήκε από την παλιά της περιουσία. για να κάνουν μια νέα αρχή. Πιστεύουν στις παρήγορες ειδήσεις πως «έφυγε πια και πάει η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες». Ο πατέρας τον πρώτο καιρό μετά την επιστροφή τους έτρεφε ελπίδες ότι θα τον προσλάμβαναν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καμιά από τις ελπίδες του δεν πραγματοποιήθηκε. Ακόμα και ο φίλος του ο Λευτέρης που είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε στην Ελλάδα, όταν έφθασαν στα Τρίκαλα έγινε άφαντος. Τα αδέλφια της που πηγαίνουν στο Δημοτικό αναγκάζονται να αλλάξουν σχολείο, γιατί τα υπόλοιπα παιδιά τα απέφευγαν και οι δάσκαλοι δεν τα υποστήριξαν όσο έπρεπε. Εκείνη δε συναντά δυσκολίες, καθώς μιλούσε ήδη ελληνικά στο σπίτι της. Δεν παύει όμως να μην έχει φίλες στο σχολείο. Τις ελπίδες της αλλά και τις απογοητεύσεις της τις εξομολογείται με γράμματα στην καρδιακή της φίλη, τη Ρεγγίνα που βρισκόταν στην Τασκένδη. Η ζωή της φωτίζεται όταν γνωρίζει το Σωτήρη Χατζηιωάννου, το γιο των αφεντικών τους, φοιτητή σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, που βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται. Η Ευριδίκη διαπιστώνει πως χάρη σ’ αυτόν τον έρωτα «μπορεί να υποφέρει και να αντέξει πολλά και να σχεδιάσει καλύτερες μέρες». Και τότε συμβαίνει το εξής «παράδοξο». Ενώ η οικογένεια Χατζηιωάννου, αρχικά στέκεται στοργικά και συμπονετικά απέναντι στην οικογένεια της Ευριδίκης, όταν πληροφορείται για το ειδύλλιο των δύο νέων, αλλάζει στάση και φαίνεται πόσο επιφανειακή ήταν η αποδοχή των ξένων. Οι γονείς του Σωτήρη τους κηρύσσουν τον πόλεμο και εξευτελίζουν την οικογένεια της Ευριδίκης. Οι κοινωνικές διαφορές τους είναι τεράστιες. Εκείνος φοιτητής ο οποίος σπουδάζει στο Λονδίνο από μια πλούσια οικογένεια κι εκείνη πρόσφυγας που τώρα ξεκινάει η νέα της ζωή. Όπως είναι φυσικό, η κυρία Ερασμία προσπαθεί να δώσει στο γιο της να καταλάβει πως η κοπέλα δεν είναι του κύκλου τους, πράγμα το οποίο αρχικά δεν καταφέρνει. Αλλά κι στις εξόδους με το Σωτήρη αντιμετωπίζει το χλευασμό των φίλων του: «Γιατί τι έχουν οι πρόσφυγες; Απ’ ό,τι βλέπω μερικές είναι μανούλια..» . Και ο ίδιος ο Σωτήρης δύσκολα υπερασπίζεται τα σχέση τους: «Πού να φανταζόταν ο φίλος μου ότι εμείς οι δύο …Τελοσπάντων ότι είσαι το κορίτσι μου. Πως σ’ έχω αγαπήσει …».Τελικά αναγκάζεται να υποταχτεί στη θέληση των γονιών του και να μην ξαναεπικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Η οικογένεια της Ευριδίκης αναγκάζεται για μια ακόμα φορά να εγκαταλείψει τον τόπο όπου είχε εγκατασταθεί.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε / να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·/ κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά/ κάποτε δεν τα βρίσκει· Μη μου μιλάς για τ’αηδόνι μήτε για τον κορυδαλό/ μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα/ που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.» Το ποίημα αυτό του Γ. Σεφέρη με τον τίτλο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δανείζει τον τίτλο στο μυθιστόρημά μας. Συντέθηκε μετά από τον πόλεμο σε μια ανοιξιάτικη μέρα. Ο ποιητής αναφέρεται στη διαφορετικότητα μιας ημέρας πολέμου από μια ημέρα ειρήνης. Από τη μια έχει μπροστά του αηδόνια, κορυδαλλούς και σουσουράδες και από την άλλη πίσω του απλώνεται το απόλυτο χάος – άνθρωποι που αναγκάζονται να ξενιτευτούν, να χάσουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους. Όπως και η Ευριδίκη της ιστορίας μας.


ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα τα οποία θίγονται στο βιβλίο είναι: η ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, η μετανάστευση, ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η ενηλικίωση,.
Στο μυθιστόρημα ο έρωτας είναι μια πηγή δυστυχίας στην οικογένεια των μεταναστών, επειδή η Ευρυδίκη, η νεαρή ηρωίδα που γεννήθηκε στην Τασκένδη από Έλληνες γονείς, πολιτικούς πρόσφυγες και ο γιος της Ερασμίας, που σπουδάζει στο Λονδίνο, είναι το αταίριαστο- σύμφωνα με τους άλλους- ερωτικό ζευγάρι. Στην ουσία υπάρχουν διαφορές καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Δεν είναι όμως ο έρωτας το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος. Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η ανοχή απέναντι στο ξένο το διαφορετικό.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι ξένοι είναι οι παλλινοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, χώρα υποδοχής μεταναστών. Πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω ενός πολέμου ή μιας δίωξης. Η επανένταξη τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθόλου αυτή που περίμεναν. Το φάσμα της ανεργίας τους οδήγησε τους ενήλικες σε απόλυτα άσχετα επαγγέλματα χωρίς να μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους. Ούτε και τα παιδιά μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα κοινωνία. Απέκτησαν τη βεβαιότητα ότι «εδώ σε τούτον τον τόπο, η δική μας οικογένεια περισσεύει.». Η ηρωίδα του βιβλίου μας δίνει ακόμα μία εντελώς διαφορετική έννοια στη λέξη «Πρόσφυγας». Γι’ αυτήν «Πρόσφυγας» σημαίνει Πόνος, Πίστη, Περηφάνια, Πατέρας, Παρών, Πατριώτης, Προαιώνιος και κάμποσα άλλα…

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της Ευριδίκης που μετέχει στην ιστορία. Στην κύρια αφήγηση παρεμβάλλονται εμβόλιμες ιστορίες με αυτοτέλεια.

ΤΟ ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΤΗΣ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑΣ, ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ Π.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια μιας ανοιξιάτικης και θερινής περιπλάνησής τους στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Ναύπλιο, Τσακωνιά, Κρεμμύδι, Λεωνίδιο, χωριά της Τρίπολης, Βάτικα, Δεσποτικό). Την παρατηρούμε μέσα από τα μάτια του Βαλάντη ή Χαμπίμπη (όπως είναι το όνομα του στα τσιγγάνικα), ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, μαζεύουν και πουλάνε άδεια κουτάκια αλουμινίου (για ανακύκλωση), εμπορεύονται άλογα, πουλάνε κεράσια και άλλα φρούτα, μαζεύουν σταφύλια στον τρύγο, πλέκουν καλάθια. Οι δουλειές τους ήσαν οι περισσότερες παράνομες και γι αυτό βρίσκονταν σε ένα συνεχές κυνηγητό με την αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν και όταν έφταιγαν, αλλά και τους θεωρούσαν τους πρώτους ύποπτους για ό,τι παράνομο συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή του καταυλισμού τους. Ζέστη, βροχή, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κουνούπια, αρουραίοι έκαναν τη ζωή στους καταυλισμούς πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Εκτός από τους αστυνομικούς τους απειλούσαν οι αντίπαλοι πωλητές και άλλες οικογένειες με τις οποίες έχουν παλιούς λογαριασμούς (βεντέτα). Πολλές φορές ζητιανεύουν ή δέχονται δώρα από τους λευκούς. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι σκαντζόχοιροι.
Αρχηγός της μεγάλης οικογένειας ήταν η γιαγιά (μπάμπω) «όμορφη, θάναι δε θάναι σαράντα χρονών, δυναμική, αλλά και αλκοολική» και μετά από αυτήν η θεία του η Κλη, δυναμική, φιλάργυρη, σκληρή με όλους. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος παππούς (προπάππους) που κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού πέθανε. Η μητέρα του, η Ευταλία ήταν στη φυλακή, στις ανοιχτές φυλακές της Τίρυνθας και εκείνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τη δίκη. Στη φυλακή βρισκόταν επίσης και ο αδελφός της μητέρας του Μιχάλης, άντρας της Κλης και ο παππούς του. Σύντροφοί του ήταν τα αγόρια της οικογένειας, το φλάουτο και το τραγούδι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη για κάποιον ψαρά από την Τσακωνιά που του έμαθε να γράφει και να διαβάζει, παρόλο που στο σχολείο αρνιόταν να πάει και στις ερωτήσεις κάποιων λευκών απαντούσε: «Δεν πάμε σχολείο …Γιατί με τον καταυλισμό του Νώε χάθηκε το τσιγγάνικο αλφάβητο · άμα ξαναβρεθεί θα πάμε».
Η αφήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται από θρύλους και παραδόσεις των τσιγγάνων που εγκιβωτίζονται και αιτιολογούν το νομαδικό τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια τους και κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους (όπως η τάση να λένε ψέματα, να υπερβάλουν, να λένε παραμύθια). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση για την κατάρα που ξεστόμισε η Παναγία εναντίον του Πρωτόγυφτου που έφτιαξε στο σιδεράδικό του τα καρφιά για τη Σταύρωση του Ιησού: « Άντε μωρέ ατσίγγανε, ποτέ αχιλιά να μην κάνεις. Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο μη βάλει .Και σε παλιοστρατί να γυρίζεις, πάντοτε σε ξένη χώρα, χωρίς να μπορείς να πεθάνεις.» Αναφέρεται ακόμα ένας θρύλος για μια γύφτισσα που σκότωσε ένα δράκοντα και ο αρχιδικαστής την επιβράβευσε γι αυτήν της την πράξη και για το ότι είπε αλήθεια απελευθερώνοντας τον μελλοθάνατο βαρυποινίτη άντρα της και επιτρέποντας στους τσιγγάνους να κατοικούν στις πόλεις: «Κι οι χωριάτες διηγούνται ότι οι γύφτοι μπορούν πια να ζουν στα χωριά και στις πολιτείες, φτάνει να μη λένε ψέματα τόσα πολλά, που τα λόγια τους να μοιάζουν με παραμύθια.» Οι θρύλοι αυτοί και οι παραδόσεις της φυλής τους τον έχουν επηρεάσει τόσο πολύ που πιστεύει πως στα αμπέλια ακούγεται η φωνή του δράκου. Ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ιδιαίτερο είναι το δέσιμό του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Συμπονά τα άλογα που τα μεταφέρουν σαν φυλακισμένους για να τα πωλήσουν. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η αγάπη που αισθάνεται για ένα φίδι με το όνομα Κλεοπάτρα, που είχε στην κατοχή κάποιος λευκός. Η έλξη που αισθάνεται γι αυτό μοιάζει με ερωτική: «Ανασήκωνε το κεφάλι της και με κοίταζε εκστατικά, πράσινη, πράσινη, με κάτι στίγματα καφετιά, όμορφη, γουρλομάτα, να τη φιλήσεις σου’ ρχότανε…». Γι αυτό και αποφάσισε να την κλέψει. Της έριξε ένα υπνωτικό σπρέι και την άρπαξε . Όταν αργότερα όμως στάθηκε να την κοιτάξει διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν είχε κλέψει παρά το φιδοτόμαρο, το «φουστάνι» της. Η ιστορία αυτή, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, κινείται στα όρια του παραμυθιού και της αλήθειας, όπως και όλη η ζωή των τσιγγάνων. Ίσως ο έρωτάς του για το φίδι να υποκαθιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Πάκω μια νεαρή τσιγγάνα, ίσως να δείχνει την ανάγκη του να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, μέσα από μια σπουδαία και επικίνδυνη πράξη σαν κι αυτή και να κατακτήσει τα όνειρά του, ακολουθώντας τους κανόνες της φυλής του. Ακόμα ισχυρό είναι το δέσιμό του με ένα νεαρό αρκούδι που έμεινε χωρίς αφεντικό, όταν εκείνος πέθανε. Ήταν τρυφερός μαζί του και ο μόνος από την παρέα που το έπεισε να φάει για να ζήσει. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε κοινή μοίρα μ’ αυτό. «Έχεις χάσει τα νερά σου καημενούλι. Σ’ αισθάνομαι, θέλεις το δάσος σου .. Και σένα θα ΄ λειψε η μάνα σου, γι αυτό κατάφεραν και σε πιάσαν,ε; και τώρα σου λείπει γι αυτό δεν τρως … Τα ίδια έκανα και λόγου μου όταν πιάστηκε η μάνα μου, έννοια σου. Είχα τρεις μέρες να φάω, δεν κατέβαζα τίποτα, μέχρι που αναγκάστηκαν να με πάνε στη φυλακή. Εκεί άρχισα να ξανατρώγω… γυρνώντας στο τσαντήρι, χρειάστηκε να κουβαλήσουν και τη φουστάνα της, κι έτσι τυλιγμένος έτρωγα, κοιμόμουνα, λέει η μπάμπω μου.» Ίσως το φουστάνι της Κλεοπάτρας να υποκαθιστούσε τη φουστάνα της μάνας του, τη φουστάνα της μπάμπως του ή της Κλης, που συμβόλιζε την ανάγκη του για τρυφερότητα και ηρεμία. Κατά τη διάρκεια μιας πλημμύρας που ξεθεμέλιωσε τον καταυλισμό, έχασε το αρκούδι. Ήταν πια μήνας Νοέμβριος και πήραν το τρένο με τη γιαγιά του και τον αδελφό του για την πόλη όπου θα δικαζόταν η μητέρα του. Και η περιπλάνησή τους συνεχίζεται… Όπως έλεγε ο μεγάλος παππούς (ο προπάππους του) λίγο πριν πεθάνει : «-Να μη στεκόμαστε σε ένα μέρος πολύ. Γιατί ο θάνατος κυνηγάει τον καθένα μας από πίσω, όπως ο ίσκιος του, δω να τον φτάσει, κει να τον φτάσει. Άμα σταματήσεις πολύ στο ίδιο μέρος, θα γίνει κι αυτό να σε φτάσει. Ενώ άμα βαδίζεις…»

ΘΕΜΑΤΑ
Ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, οι παραδόσεις των τσιγγάνων, η ενηλικίωση του έφηβου, ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Την αφήγηση κάνει ο Βαλάντης ή Χαμπίμπης στα τσιγγάνικα,. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του αγοριού, καθώς ζει τα γεγονότα. Υπάρχουν επίσης περιγραφές και διάλογοι.. Κάποιες φορές οι διάλογοι μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Στις εγκιβωτισμένες ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο.

ΓΛΩΣΣΑ
Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλούς ιδιωματισμούς από την τσιγγάνικη διάλεκτο και ανταποκρίνεται στο ήθος του νεαρού τσιγγανόπουλου. Επίσης παρατίθενται αποσπάσματα από τσιγγάνικα τραγούδια στη γλώσσα των ρομά και μεταφρασμένα στα ελληνικά.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο μυθιστόρημα αυτό ο/το ξένος/ο έχει τη μορφή του τσιγγάνου. Ανακαλύπτουμε τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, τη διαφορετικότητα τους και πόσο και εμείς στα μάτια τους μοιάζουμε ξένοι, διαφορετικοί. Γι αυτούς οι λευκοί είναι άσχημοι. Ο Χαμπίμπης παρατηρεί πόσο άσχημη έγινε η γιαγιά του όταν κάποτε «άσπρισε από το φόβο της», ενώ η αγαπημένη του Πάκω «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια… για τη μαυρίλα της, που ήταν τόση, ώστε όταν κρέμαγε πίσω στη μαντίλα της κεράσια κόκκινα, έμοιαζε με κάτι κάρβουνα μισοαναμμένα.» Ο Χαμπίμπης και τα υπόλοιπα τσιγγανόπουλα ειρωνεύονται «τα μπαλαμάκια» (τα παιδιά των μη τσιγγάνων Ελλήνων), επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο στους χώρους του καταυλισμού μετά το σεισμό, γιατί ήσαν μαθημένα στην άσφαλτο. Καταλαβαίνουμε ότι η περιπλάνηση ταιριάζει με το χαρακτήρα τους. Ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Έτσι το ψέμα είναι μια άλλη πραγματικότητα γι αυτούς . Έχουν πλούσια παράδοση. Παρά το ότι αναγκάζονται να ζουν επικίνδυνα έχουν μεγάλες ευαισθησίες, όπως φαίνεται από το δέσιμο του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Οι υπόλοιποι πρέπει τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους.

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΙΣΚΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ, ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ Φ.



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο αυτό γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής της ιστορίας της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά με τη μορφή δώδεκα εικονογραφημένων «παραμυθιών» (ή καλύτερα «φανταστικών» ιστοριών). Οι ιστορίες των παραμυθιών, βασίζονται σε ιστορικά γεγονότα έτσι όπως παραδίδονται από ιστορικές πηγές και μαρτυρίες. Στα «παραμύθια» αυτά υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα συνδιαλέγονται με φανταστικά έτσι ώστε να φανεί καλύτερα ο τρόπος σκέψης, η νοοτροπία και οι πολιτισμικές αναζητήσεις των τσιγγάνων στη χρονική περίοδο στην οποία εκτυλίσσεται κάθε ιστορία. Παράλληλα, με τη βοήθεια του χρονολογίου που υπάρχει στο δεύτερο μέρος γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθεί κάθε παραμύθι-ιστορία στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο, αλλά και στην ιστορική πορεία της τσιγγάνικης φυλής από τον 5ο μ.Χ. ως τις μέρες μας, από την Ινδία και την Περσία μέχρι τη άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Το βιβλίο αυτό, σύμφωνα και με τις προθέσεις του συγγραφέα και των εκδοτών του θα μπορούσε να αποτελέσει εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ιστορίας των τσιγγάνων στους τσιγγανόπαιδες, αλλά και με τη μορφή διδακτικών παρεμβάσεων να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο του μαθήματος της Ιστορίας στα γυμνάσια για τη γνωριμία όλων των Ελλήνων με την ιστορία και την πολιτισμική προσφορά των τσιγγάνων.
«Στην Ευρώπη ζουν πάνω από 10.000.000 τσιγγάνοι και σχεδόν πάνω από 300.000 στην Ελλάδα. Ο μόνος τρόπος για να συμβιώσουμε και να σχεδιάσουμε τη ζωή μας μαζί με αυτούς είναι να τους κατανοήσουμε», όπως τονίζουν και οι εκδότες του βιβλίου. Και η μορφή των παραμυθιών είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό όχημα για το ταξίδι αυτής της κατανόησης.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΒΑΡΙΕΤΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΘΛΙΒΕΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ, ΚΛΙΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο βιβλίο παρουσιάζεται η ιστορία μιας οικογένειας τσιγγάνων που ζουν σε έναν καταυλισμό στις παρυφές της πόλης των Τρικάλων τη δεκαετία του ΄80. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο : «Εκείνο που θυμάμαι», παρακολουθούμε τη ζωή της οικογένειας μέσα από την αφήγηση της μικρής κόρης, της Ελπίδας ή Σοκολατένιας, όπως την αποκαλεί ο πατέρας της. Η ιστορία ξεκινάει μια Κυριακή με λιακάδα όπου η ηρωίδα περνάει ευτυχισμένες στιγμές με την οικογένειά της. Ο δυνατός ήλιος μοιάζει να σκεπάζει τα προβλήματά τους, τον αλκοολισμό του πατέρα, την έλλειψη φαγητού και ζεστασιάς. Η μάνα τραγουδάει, και τα αγόρια παίζουν. Η Σοκολατένια είναι χαρούμενη με το καινούριο κόκκινο φουστάνι κι έτσι ευτυχισμένη αποκοιμιέται.
Στη συνέχεια, η ηρωίδα περιγράφει τις εμπειρίες της από την επαφή με τους κατοίκους της πόλης και τονίζει τη ρατσιστική συμπεριφορά τους που απέκλειε κάθε επικοινωνία μαζί τους. Αναφέρεται στις προσβολές που δέχονται, καθώς οι έμποροι τους διώχνουν από τα μαγαζιά τους, όταν πάνε να ψωνίσουν, τα παιδία της γειτονιάς δεν καταδέχονται να παίξουν μαζί και οι ένοικοι των πολυκατοικιών δεν ανέχονται να συγκατοικούν με τα νιόπαντρα ζευγάρια τσιγγάνων. Μιλά για τις οικονομικές δυσκολίες της οικογένειάς της. Όλοι μαζί αναγκάζονται να μετακινούνται συνεχώς για να πουλήσουν πατάτες, ενώ τα παιδιά καθαρίζουν τζάμια αυτοκινήτων και ζητιανεύουν. Θεωρούνται οι πρώτοι ύποπτοι για όποια παρανομία συμβαίνει στην πόλη γι αυτό συχνά δέχονται εφόδους από τους αστυνομικούς που τους εξευτελίζουν. «Εμείς οι τσιγγάνοι πληρώνουμε πάντα τα σπασμένα», αναφέρει χαρακτηριστικά. Δεν έλειπαν όμως από τον καταυλισμό τους και πολλοί που ζούσαν κάνοντας παρανομίες. Μια μέρα δέχτηκαν τη επίσκεψη μιας συγγραφέως που τους φωτογράφισε για να φτιάξει ένα βιβλίο για τους τσιγγάνους. Όλοι έβαλαν τα καλά τους και έστησαν γιορτή γύρω της.
Η ηρωίδα μας νοιώθει πολύ χαρούμενη όταν επιτέλους θα πάει σχολείο. Στηρίζει σ’ αυτό όλα τα όνειρά της για μια καλύτερη ζωή.!! Βέβαια θα επιθυμούσε να υπάρχει αλφαβητάρι στη γλώσσα τους, αλλά αφού είναι και Ελληνίδα, με χαρά θα μάθει ελληνικά.: «… Θα ζήσω καλύτερες μέρες, θα μάθω γράμματα κι ύστερα άμα μεγαλώσω θα παντρευτώ το Σταύρο.. Θα έρθει κι αυτός στο σχολείο για να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων. Θα αγοράσουμε τροχόσπιτο –κανείς άλλος στο μαχαλά δεν έχει τροχόσπιτο… Θα πηγαίνουμε στα πανηγύρια, στις γιορτές. Και κανείς δε θα μπορεί να μας διώξει. Ούτε η αστυνομία. Γιατί εμείς θα ξέρουμε γράμματα. Και άμα ξέρεις γράμματα οι άλλοι σε λογαριάζουν..». Όμως το σχολείο δε σεβόταν τις ιδιαιτερότητες των τσιγγάνων και την παράδοσή τους. Η δασκάλα τους προέτρεψε να πάψουν να μιλάνε μεταξύ τους τσιγγάνικα για να βελτιώσουν το λεξιλόγιό τους στα ελληνικά. Απέκλειαν τα κορίτσια από τη γυμναστική, επειδή φορούσαν μακριά τσιγγάνικα φορέματα, αλλά τα κορίτσια δε θα αισθάνονταν τσιγγάνες, αν φορούσαν παντελόνια. Στο μάθημα έπρεπε να μένουν ακίνητοι κι αμίλητοι να γράφουν, να διαβάζουν, ενώ τα παιδιά της φυλής των τσιγγάνων είχαν συνηθίσει να κινούνται και να παίζουν συνεχώς. Γι αυτό και το διάλειμμα της άρεσε περισσότερο. Χορούς μάθαιναν τους ελληνικούς παραδοσιακούς και όχι τους τσιγγάνικους που τόσο αγαπούσε και χόρευε. Ωστόσο ήταν πολλή καλή στη Γλώσσα και ιδίως στο «σκέφτομαι και γράφω». Γρήγορα όμως, ο αγαπημένος της ο Σταύρος που ήταν ο καλύτερος στα μαθηματικά εγκατέλειψε το σχολείο, γιατί έπρεπε να βοηθήσει τον πατέρα του, που ήταν παλιατζής και γύριζε με το κάρο σε όλες τις συνοικίες για να ζήσει την οικογένειά του. Φαίνεται πως κι εκείνη σύντομα θα διακόψει το σχολείο. Τα όνειρά της είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν. Δεν μπορεί να σταματήσει τη ζητιανιά και τα αδέλφια το πλύσιμο των τζαμιών, γιατί ο μπαμπάς δε δουλεύει, είναι μέθυσος και δε θα μπορέσουν διαφορετικά να ζήσουν. Επιπλέον, οι κάτοικοι της γειτονικής πόλης θέλουν να τους διώξουν γιατί τους θεωρούν αίτιους για ό, τι κακό συμβαίνει στην πόλη τους.
Μοναδικό της καταφύγιο είναι οι ιστορίες που επινοεί όταν μένει μόνη της ή τις βλέπει στο όνειρό της. Οι ιστορίες αυτές άλλες φορές είναι χαρούμενες και κρύβουν τις ελπίδες της για μια καλύτερη ζωή, που δυστυχώς τις περισσότερες φορές διαψεύδονται κι άλλες φορές μιλάνε για το φόβο που νοιώθει καθώς την καταδιώκουν οι άνθρωποι που δεν είναι της φυλής της.
Ένα όνειρό της ή κομμάτια από όνειρά της ήταν και η ιστορία που μας διηγήθηκε; Όπως ομολογεί η ηρωίδα, η Ελπίδα στο δεύτερο μέρος του βιβλίου απευθυνόμενη προς τη συγγραφέα δημιουργό της : «Αυτή η ιστορία έτσι όπως εξελίχθηκε είναι θλιβερή . Και να το ξέρεις, ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες»..
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που έχει τον τίτλο «κάτι τρέχει στα γύφτικα» η συγγραφέας που συναντήσαμε στην πρώτη ιστορία και συγγραφέας της ιστορίας του πρώτου μέρους, αφηγείται γεγονότα και συμβάντα από τη ζωή του καταυλισμού των τσιγγάνων κοντά στα Τρίκαλα, κάνοντας ένα ρεπορτάζ που συνοδεύεται και από φωτογραφίες. Αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου της έδωσαν δημοσιεύματα του τοπικού τύπου, όπου οι αγανακτισμένοι περίοικοι του καταυλισμού απαιτούσαν την άμεση απομάκρυνση των τσιγγάνων από την περιοχή τους. Το μόνο που ήξερε για τους τσιγγάνους μέχρι τότε ήταν ιστορίες για κακές γύφτισσες που παίρνουν τα παιδιά και γύφτους που σκοτώνουν, ιστορίες που ενίσχυαν τις προκαταλήψεις της εναντίον τους. Για να μάθει περισσότερα γι αυτούς επισκέφθηκε τον καταυλισμό που ήταν πρόχειρα φτιαγμένος . Εκεί γνώρισε από κοντά τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους, με τις παράγκες φτιαγμένες από χοντρό νάυλον να στάζουν με την πρώτη βροχή, χωρίς νερό, χωρίς αποχετεύσεις και τουαλέτες. Παρόλο που δεν υπήρχε ηλεκτρικό οι τσιγγάνοι είχαν αγοράσει γεννήτριες για βλέπουν στην τηλεόραση τη «Δυναστεία» και το «Ντάλας». Αν και ήταν αναλφάβητοι και δεν καταλάβαιναν το περιεχόμενο των ιστοριών, γοητεύονταν από αυτές τις σειρές. Απολάμβαναν τη χλιδή, την πολυτέλεια των άλλων. Και τα παιδιά έβλεπαν μανιωδώς διαφημίσεις. Οι περισσότεροι τσιγγάνοι ασχολούνταν με το εμπόριο. Ελάχιστοι έπλεκαν ακόμα καλάθια. Την προσοχή της τράβηξε ένας αρκουδιάρης που είχε κληρονομήσει την αρκούδα από τον πατέρα του και παρόλο που δεν έβγαζε πια πολλά χρήματα από το επάγγελμα αυτό επέμενε να κάνει αυτή τη δουλεία για να μην εγκαταλείψει την αρκούδα. Οι τσιγγάνοι, αν και δεν είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενοι, δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο μυστήριο της βάφτισης αν και δύσκολα βρίσκουν κουμπάρους. Καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη η έρευνά της φτιάχτηκε και σχολείο για τους τσιγγάνους μέσα στον καταυλισμό. Το σχολείο ήταν μια προχειροφτιαγμένη παράγκα και η δασκάλα έπρεπε να διδάξει πρώτα απ’ όλα στα παιδιά κανόνες υγιεινής… Τα παιδιά παρουσίαζαν αργή αλλά σταθερή πρόοδο και κατάφεραν μάλιστα να οργανώσουν και γιορτή για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Όλοι, γονείς και μαθητές άρχισαν να κάνουν όνειρα για ένα καλύτερο μέλλον. Όμως στη γειτονική πόλη η αντίδραση των ντόπιων εναντίον των τσιγγάνων φούντωνε, και το δημοτικό συμβούλιο πήρε την απόφαση να τους διώξει από τον καταυλισμό «με την ελπίδα ότι θα δυναμώσει τον αγώνα των τσιγγάνων με στόχο την οριστική λύση του προβλήματός τους..» Την παραμονή της οριστικής αναχώρησής τους από τον καταυλισμό κάποιοι βάνδαλοι γκρέμισαν με τσεκουριές το σχολείο. Ο βανδαλισμός όμως του τσιγγάνικου σχολείου δεν απασχόλησε κανέναν.

ΘΕΜΑΤΑ

Τα θέματα που θίγονται στο βιβλίο είναι ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους, τα έθιμα και ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, η εκπαίδευση των τσιγγάνων.

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ

Η αφήγηση του πρώτου μέρους γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά μιας μικρής τσιγγάνας. Έχει μερικές φορές τη μορφή εσωτερικού μονολόγου ή σκέψεων με φανταστικό αποδέκτη κάποιο αγαπημένο πρόσωπο, ενώ το δεύτερο μέρος είναι ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ για τη ζωή των τσιγγάνων του καταυλισμού κοντά στα Τρίκαλα τη δεκαετία του 80 διανθισμένο από σχόλια της συγγραφέως. Ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα σε όσα καταγράφονται αντικειμενικά στο δημοσιογραφικό κείμενο του δεύτερου μέρους και σε όσα αφηγείται μέσα από τη δική της οπτική η μικρή τσιγγάνα του πρώτου μέρους. Ακόμα αξίζει να αναφερθεί ότι είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τον τρόπο συγγραφής ενός βιβλίου καθώς η συγγραφέας κάνει διάλογο με την ηρωίδα του πρώτου μέρους που είναι κατασκεύασμά της αλλά και ταυτόχρονα αυτόνομο πρόσωπο πια από τη στιγμή που γράφτηκε η ιστορία.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ

Στο αφήγημα του πρώτου μέρους ο/το ξένος/ο παίρνει τη μορφή των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνοι μας καλούν να σεβαστούμε τη διαφορετικότητά τους . Δεν επιζητούν την ελεημοσύνη μας. Θέλουν να τους βοηθήσουμε να λύσουν τα προβλήματά τους, να ζήσουν με τις ανέσεις του σύγχρονου τρόπου ζωής, χωρίς όμως να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τα ήθη και τα έθιμά τους. Επιθυμούν να ενταχθούν στην κοινωνία μας διατηρώντας όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Δεν θέλουν να είναι οι αναλφάβητοι ταπεινοί ζητιάνοι, θέλουν να τους βοηθήσουμε να μορφωθούν και να έχουν αξιοπρεπείς δουλειές. Είναι Έλληνες. Όμοιοι με μας, αλλά και διαφορετικοί.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

ΛΕΣΧΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ


Η Λέσχη Ανάγνωσης του Σχολείου μας λειτούργησε φέτος για πρώτη φορά στο χώρο της Σχολικής Βιβλιοθήκης. Οι συναντήσεις μας γίνονταν κάθε Πέμπτη μεσημέρι και διαρκούσαν δύο διδακτικές ώρες περίπου. Στη λέσχη συμμετείχαν παιδιά από όλες τις τάξεις, η συμμετοχή ήταν προαιρετική και ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η ομάδα αρκετά ευέλικτος. Το κοινό μας στοιχείο ήταν η αγάπη για τη Λογοτεχνία.
Κατά τις πρώτες μας συναντήσεις αναζητήσαμε τις σημασίες που έχει για μας η έννοια του Ξένου, μέσα από παιχνίδια και δραστηριότητες, που σχετίζονταν με την ιστορία του ονόματος μας, το οικογενειακό μας δέντρο, την ιδιαίτερη πατρίδα, τη δική μας και των γονιών μας. Και διαπιστώσαμε ότι με κάποιο τρόπο και σε κάποιο διάστημα της ζωής μας, όλοι είμαστε ή νιώθουμε Ξένοι.
Στη συνέχεια αφού διερευνήσαμε τις έννοιες που έχει η λέξη Ξένος σε λεξικά, περιοδικά, εφημερίδες, φωτογραφίες, με τη βοήθεια των καθηγητών μας, επιλέξαμε να διαβάσουμε βιβλία στα οποία εμφανίζεται ο Ξένος με τις ποικίλες μορφές του: ως πρόσφυγας, ως μετανάστης, ως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, ως τσιγγάνος (Ρομά). Τα βιβλία τα οποία διαβάσαμε επιλέχτηκαν με βάση διάφορα κριτήρια, κυρίως όμως επειδή διερευνούν το θέμα του Ξένου.
Από τις πρώτες μας συναντήσεις καθορίσαμε τον τρόπο με τον οποίο θα λειτουργούσαμε. Αποφασίσαμε να υπάρχει ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελεί αντικείμενο ανάγνωσης σε κάθε συνάντηση, ενώ παράλληλα ο καθένας από μας διάλεγε ένα βιβλίο από τα προτεινόμενα για να το διαβάσει, να το παρουσιάσει στην ομάδα και να γίνει συζήτηση πάνω σ’ αυτό. Αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας είναι το έντυπο Μιλώντας για βιβλία στο οποίο παρουσιάζουμε τις εργασίες μας.
Αρχικά διαβάσαμε το βιβλίο των Κέιβ Κάθριν και Κρις Ρίντελ, To κάτι άλλο, μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 1997, το οποίο αν και απευθύνεται σε μικρότερες ηλικίες μας βοήθησε στην κατανόηση της διαφορετικότητας.
Ασχοληθήκαμε με την εικόνα του Ξένου σε διωγμό, μέσα από το παράδειγμα των Εβραίων που οδηγήθηκαν στο ολοκαύτωμα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκ. Πολέμου και διαβάσαμε τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου «Εν ταις ημέραις εκείναις», στο Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Κέδρος, Αθήνα 1971 και του ίδιου «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων», στο Το δικό μας αίμα, Ερμής, Αθήνα 1978 σ. 45-62 και το διήγημα του Νίκου Κοκάντζη, Τζιοκόντα, Κέδρος, Αθήνα 1976.
Πάνω στο ίδιο θέμα ήταν και το μυθιστόρημα του Τζον Μπόιν, Το αγόρι με τη ριγέ πιτζάμα, μτφρ. Α. Μοσχονά, Κέδρος, Αθήνα 2006 [τίτλος πρωτοτύπου J. Boyne, The boy in the Striped Pyjamas], το οποίο διαβάζαμε στις συναντήσεις μας όλη τη χρονιά.
Για τη μορφή του Ξένου ως τσιγγάνου διαβάσαμε τα βιβλία: της Μαρούλας Κλιάφα, Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες, Κέδρος, Αθήνα 1986, του Φ. Μανδηλαρά (κείμενο), Α. Βασιλακάκη (εικονογράφηση), Ο μεγάλος ίσκιος και οι τσιγγάνοι: η ιστορία της τσιγγάνικης φυλής για παιδιά, Δίκτυο Drom-Γιατροί του Κόσμου και εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1999 και της Πίτσας Σωτηράκου, Το φουστάνι της Κλεοπάτρας, Πατάκης, Αθήνα 2005 (α΄ έκδ. 1991).
Για τη μορφή του Ξένου ως μετανάστη διαβάσαμε τα βιβλία της Ελένης Σαραντίτη, Κάποτε ο κυνηγός, Καστανιώτης, Αθήνα έκτη έκδοση 2004 (α΄ έκδ. 1996), της Μαρούλας Κλιάφα, Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς, Κέδρος, Αθήνα 2003 και του Μάνου Κοντολέων, Μια ιστορία του Φιοντόρ, Πατάκης, Αθήνα 2005
Για τη μορφή του Ξένου ως πρόσφυγα το βιβλίο της Λίτσας Ψαραύτη, Το διπλό ταξίδι, Πατάκης, Αθήνα 1987.
Άλλες μορφές του Ξένου εντοπίσαμε στα βιβλία: των Οικονόμου Ρόζεν Μπίλι (κείμενο) και Τέρρυ Μακ Κίννα (εικονογράφηση), Γούσης Σπ. (εικον. εξωφύλλου για την ελληνική έκδοση) Εγώ και ο κύριος Γορίλας, μτφρ. Ρ. Τουρκολιά Κυδωνιέως, Πατάκης, Αθήνα 2007 [τίτλος πρωτοτύπου Billi Rosen, Catch me a Godzilla, τόπος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου, Hamish Hamilton, Λονδίνο 1994], της Λότης Πέτροβιτς – Ανδρουτσοπούλου, Λάθος, κύριε Νόιγκερ, Πατάκης, Αθήνα 2006, της Λίτσας Ψαραύτη, Όνειρα από μετάξι, Πατάκης, Αθήνα 2001 και στο βιβλίο της Σίλια Ρις, Η μικρή μάγισσα, μτφρ. Π. Εμμανουηλίδου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001 [τίτλος και χρόνος έκδοσης πρωτοτύπου Celia Rees, Witch Child, 2000]
Ελπίζουμε την επόμενη χρονιά να συμμετέχουν στην ομάδα μας περισσότερα παιδιά που αγαπούν τα βιβλία και τη λογοτεχνία και θέλουν να μοιραστούν την αγάπη τους αυτή με τους υπόλοιπους.


Η ομάδα:


Στη Λέσχη Ανάγνωσης συμμετείχαν ανελλιπώς οι μαθήτριες: Άννα Μαρία Βολτατζή, Ελισάβετ Κάτρη, Μαργαρίτα Κυπραίου, Κωστούλα Κωνσταντινίδη, Χριστίνα Λίτση, Αναστασία Ρούσσου, Μαρία Ρούσσου και Χριστίνα Σπυροπούλου αλλά και άλλοι περιστασιακά όπως οι: Σουάτ Αμπντούλ Σαλάμ, Άννα Γιουρτσένκο, Θοδωρής Ζωγράφος, Βασούλα Καντίνου, Μύρινα Κατσουλάκου, Ισιδώρα Κιαουρτζή, Κική Κουρδουνάκη, Μάρθα Κυριακάκη, Εύη
Μαϊλακάκη και Εμινέ Μεχμέτ


Υπεύθυνες καθηγήτριες: Μέλπα Μαυριδή, Λουκία Ορφανού, Μαρίζα Χατζηλία