ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια μιας ανοιξιάτικης και θερινής περιπλάνησής τους στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Ναύπλιο, Τσακωνιά, Κρεμμύδι, Λεωνίδιο, χωριά της Τρίπολης, Βάτικα, Δεσποτικό). Την παρατηρούμε μέσα από τα μάτια του Βαλάντη ή Χαμπίμπη (όπως είναι το όνομα του στα τσιγγάνικα), ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, μαζεύουν και πουλάνε άδεια κουτάκια αλουμινίου (για ανακύκλωση), εμπορεύονται άλογα, πουλάνε κεράσια και άλλα φρούτα, μαζεύουν σταφύλια στον τρύγο, πλέκουν καλάθια. Οι δουλειές τους ήσαν οι περισσότερες παράνομες και γι αυτό βρίσκονταν σε ένα συνεχές κυνηγητό με την αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν και όταν έφταιγαν, αλλά και τους θεωρούσαν τους πρώτους ύποπτους για ό,τι παράνομο συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή του καταυλισμού τους. Ζέστη, βροχή, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κουνούπια, αρουραίοι έκαναν τη ζωή στους καταυλισμούς πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Εκτός από τους αστυνομικούς τους απειλούσαν οι αντίπαλοι πωλητές και άλλες οικογένειες με τις οποίες έχουν παλιούς λογαριασμούς (βεντέτα). Πολλές φορές ζητιανεύουν ή δέχονται δώρα από τους λευκούς. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι σκαντζόχοιροι.
Αρχηγός της μεγάλης οικογένειας ήταν η γιαγιά (μπάμπω) «όμορφη, θάναι δε θάναι σαράντα χρονών, δυναμική, αλλά και αλκοολική» και μετά από αυτήν η θεία του η Κλη, δυναμική, φιλάργυρη, σκληρή με όλους. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος παππούς (προπάππους) που κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού πέθανε. Η μητέρα του, η Ευταλία ήταν στη φυλακή, στις ανοιχτές φυλακές της Τίρυνθας και εκείνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τη δίκη. Στη φυλακή βρισκόταν επίσης και ο αδελφός της μητέρας του Μιχάλης, άντρας της Κλης και ο παππούς του. Σύντροφοί του ήταν τα αγόρια της οικογένειας, το φλάουτο και το τραγούδι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη για κάποιον ψαρά από την Τσακωνιά που του έμαθε να γράφει και να διαβάζει, παρόλο που στο σχολείο αρνιόταν να πάει και στις ερωτήσεις κάποιων λευκών απαντούσε: «Δεν πάμε σχολείο …Γιατί με τον καταυλισμό του Νώε χάθηκε το τσιγγάνικο αλφάβητο · άμα ξαναβρεθεί θα πάμε».
Η αφήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται από θρύλους και παραδόσεις των τσιγγάνων που εγκιβωτίζονται και αιτιολογούν το νομαδικό τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια τους και κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους (όπως η τάση να λένε ψέματα, να υπερβάλουν, να λένε παραμύθια). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση για την κατάρα που ξεστόμισε η Παναγία εναντίον του Πρωτόγυφτου που έφτιαξε στο σιδεράδικό του τα καρφιά για τη Σταύρωση του Ιησού: « Άντε μωρέ ατσίγγανε, ποτέ αχιλιά να μην κάνεις. Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο μη βάλει .Και σε παλιοστρατί να γυρίζεις, πάντοτε σε ξένη χώρα, χωρίς να μπορείς να πεθάνεις.» Αναφέρεται ακόμα ένας θρύλος για μια γύφτισσα που σκότωσε ένα δράκοντα και ο αρχιδικαστής την επιβράβευσε γι αυτήν της την πράξη και για το ότι είπε αλήθεια απελευθερώνοντας τον μελλοθάνατο βαρυποινίτη άντρα της και επιτρέποντας στους τσιγγάνους να κατοικούν στις πόλεις: «Κι οι χωριάτες διηγούνται ότι οι γύφτοι μπορούν πια να ζουν στα χωριά και στις πολιτείες, φτάνει να μη λένε ψέματα τόσα πολλά, που τα λόγια τους να μοιάζουν με παραμύθια.» Οι θρύλοι αυτοί και οι παραδόσεις της φυλής τους τον έχουν επηρεάσει τόσο πολύ που πιστεύει πως στα αμπέλια ακούγεται η φωνή του δράκου. Ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ιδιαίτερο είναι το δέσιμό του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Συμπονά τα άλογα που τα μεταφέρουν σαν φυλακισμένους για να τα πωλήσουν. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η αγάπη που αισθάνεται για ένα φίδι με το όνομα Κλεοπάτρα, που είχε στην κατοχή κάποιος λευκός. Η έλξη που αισθάνεται γι αυτό μοιάζει με ερωτική: «Ανασήκωνε το κεφάλι της και με κοίταζε εκστατικά, πράσινη, πράσινη, με κάτι στίγματα καφετιά, όμορφη, γουρλομάτα, να τη φιλήσεις σου’ ρχότανε…». Γι αυτό και αποφάσισε να την κλέψει. Της έριξε ένα υπνωτικό σπρέι και την άρπαξε . Όταν αργότερα όμως στάθηκε να την κοιτάξει διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν είχε κλέψει παρά το φιδοτόμαρο, το «φουστάνι» της. Η ιστορία αυτή, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, κινείται στα όρια του παραμυθιού και της αλήθειας, όπως και όλη η ζωή των τσιγγάνων. Ίσως ο έρωτάς του για το φίδι να υποκαθιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Πάκω μια νεαρή τσιγγάνα, ίσως να δείχνει την ανάγκη του να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, μέσα από μια σπουδαία και επικίνδυνη πράξη σαν κι αυτή και να κατακτήσει τα όνειρά του, ακολουθώντας τους κανόνες της φυλής του. Ακόμα ισχυρό είναι το δέσιμό του με ένα νεαρό αρκούδι που έμεινε χωρίς αφεντικό, όταν εκείνος πέθανε. Ήταν τρυφερός μαζί του και ο μόνος από την παρέα που το έπεισε να φάει για να ζήσει. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε κοινή μοίρα μ’ αυτό. «Έχεις χάσει τα νερά σου καημενούλι. Σ’ αισθάνομαι, θέλεις το δάσος σου .. Και σένα θα ΄ λειψε η μάνα σου, γι αυτό κατάφεραν και σε πιάσαν,ε; και τώρα σου λείπει γι αυτό δεν τρως … Τα ίδια έκανα και λόγου μου όταν πιάστηκε η μάνα μου, έννοια σου. Είχα τρεις μέρες να φάω, δεν κατέβαζα τίποτα, μέχρι που αναγκάστηκαν να με πάνε στη φυλακή. Εκεί άρχισα να ξανατρώγω… γυρνώντας στο τσαντήρι, χρειάστηκε να κουβαλήσουν και τη φουστάνα της, κι έτσι τυλιγμένος έτρωγα, κοιμόμουνα, λέει η μπάμπω μου.» Ίσως το φουστάνι της Κλεοπάτρας να υποκαθιστούσε τη φουστάνα της μάνας του, τη φουστάνα της μπάμπως του ή της Κλης, που συμβόλιζε την ανάγκη του για τρυφερότητα και ηρεμία. Κατά τη διάρκεια μιας πλημμύρας που ξεθεμέλιωσε τον καταυλισμό, έχασε το αρκούδι. Ήταν πια μήνας Νοέμβριος και πήραν το τρένο με τη γιαγιά του και τον αδελφό του για την πόλη όπου θα δικαζόταν η μητέρα του. Και η περιπλάνησή τους συνεχίζεται… Όπως έλεγε ο μεγάλος παππούς (ο προπάππους του) λίγο πριν πεθάνει : «-Να μη στεκόμαστε σε ένα μέρος πολύ. Γιατί ο θάνατος κυνηγάει τον καθένα μας από πίσω, όπως ο ίσκιος του, δω να τον φτάσει, κει να τον φτάσει. Άμα σταματήσεις πολύ στο ίδιο μέρος, θα γίνει κι αυτό να σε φτάσει. Ενώ άμα βαδίζεις…»
ΘΕΜΑΤΑ
Ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, οι παραδόσεις των τσιγγάνων, η ενηλικίωση του έφηβου, ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Την αφήγηση κάνει ο Βαλάντης ή Χαμπίμπης στα τσιγγάνικα,. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του αγοριού, καθώς ζει τα γεγονότα. Υπάρχουν επίσης περιγραφές και διάλογοι.. Κάποιες φορές οι διάλογοι μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Στις εγκιβωτισμένες ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο.
ΓΛΩΣΣΑ
Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλούς ιδιωματισμούς από την τσιγγάνικη διάλεκτο και ανταποκρίνεται στο ήθος του νεαρού τσιγγανόπουλου. Επίσης παρατίθενται αποσπάσματα από τσιγγάνικα τραγούδια στη γλώσσα των ρομά και μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο μυθιστόρημα αυτό ο/το ξένος/ο έχει τη μορφή του τσιγγάνου. Ανακαλύπτουμε τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, τη διαφορετικότητα τους και πόσο και εμείς στα μάτια τους μοιάζουμε ξένοι, διαφορετικοί. Γι αυτούς οι λευκοί είναι άσχημοι. Ο Χαμπίμπης παρατηρεί πόσο άσχημη έγινε η γιαγιά του όταν κάποτε «άσπρισε από το φόβο της», ενώ η αγαπημένη του Πάκω «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια… για τη μαυρίλα της, που ήταν τόση, ώστε όταν κρέμαγε πίσω στη μαντίλα της κεράσια κόκκινα, έμοιαζε με κάτι κάρβουνα μισοαναμμένα.» Ο Χαμπίμπης και τα υπόλοιπα τσιγγανόπουλα ειρωνεύονται «τα μπαλαμάκια» (τα παιδιά των μη τσιγγάνων Ελλήνων), επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο στους χώρους του καταυλισμού μετά το σεισμό, γιατί ήσαν μαθημένα στην άσφαλτο. Καταλαβαίνουμε ότι η περιπλάνηση ταιριάζει με το χαρακτήρα τους. Ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Έτσι το ψέμα είναι μια άλλη πραγματικότητα γι αυτούς . Έχουν πλούσια παράδοση. Παρά το ότι αναγκάζονται να ζουν επικίνδυνα έχουν μεγάλες ευαισθησίες, όπως φαίνεται από το δέσιμο του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Οι υπόλοιποι πρέπει τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους.
Στο μυθιστόρημα αυτό παρακολουθούμε τη ζωή μιας οικογένειας Τσιγγάνων κατά τη διάρκεια μιας ανοιξιάτικης και θερινής περιπλάνησής τους στην Πελοπόννησο (Αργολίδα, Ναύπλιο, Τσακωνιά, Κρεμμύδι, Λεωνίδιο, χωριά της Τρίπολης, Βάτικα, Δεσποτικό). Την παρατηρούμε μέσα από τα μάτια του Βαλάντη ή Χαμπίμπη (όπως είναι το όνομα του στα τσιγγάνικα), ενός δωδεκάχρονου αγοριού. Για να επιβιώσουν κάνουν διάφορες δουλειές, μαζεύουν και πουλάνε άδεια κουτάκια αλουμινίου (για ανακύκλωση), εμπορεύονται άλογα, πουλάνε κεράσια και άλλα φρούτα, μαζεύουν σταφύλια στον τρύγο, πλέκουν καλάθια. Οι δουλειές τους ήσαν οι περισσότερες παράνομες και γι αυτό βρίσκονταν σε ένα συνεχές κυνηγητό με την αστυνομία. Οι αστυνομικοί τους κυνηγούσαν και όταν έφταιγαν, αλλά και τους θεωρούσαν τους πρώτους ύποπτους για ό,τι παράνομο συνέβαινε στην ευρύτερη περιοχή του καταυλισμού τους. Ζέστη, βροχή, καταιγίδες, πλημμύρες, πυρκαγιές, σεισμοί, κουνούπια, αρουραίοι έκαναν τη ζωή στους καταυλισμούς πολύ δύσκολη και επικίνδυνη. Εκτός από τους αστυνομικούς τους απειλούσαν οι αντίπαλοι πωλητές και άλλες οικογένειες με τις οποίες έχουν παλιούς λογαριασμούς (βεντέτα). Πολλές φορές ζητιανεύουν ή δέχονται δώρα από τους λευκούς. Αγαπημένο τους φαγητό είναι οι σκαντζόχοιροι.
Αρχηγός της μεγάλης οικογένειας ήταν η γιαγιά (μπάμπω) «όμορφη, θάναι δε θάναι σαράντα χρονών, δυναμική, αλλά και αλκοολική» και μετά από αυτήν η θεία του η Κλη, δυναμική, φιλάργυρη, σκληρή με όλους. Μαζί τους ήταν και ο μεγάλος παππούς (προπάππους) που κατά τη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού πέθανε. Η μητέρα του, η Ευταλία ήταν στη φυλακή, στις ανοιχτές φυλακές της Τίρυνθας και εκείνος προσπαθούσε να συγκεντρώσει χρήματα για τη δίκη. Στη φυλακή βρισκόταν επίσης και ο αδελφός της μητέρας του Μιχάλης, άντρας της Κλης και ο παππούς του. Σύντροφοί του ήταν τα αγόρια της οικογένειας, το φλάουτο και το τραγούδι. Αισθανόταν ευγνωμοσύνη για κάποιον ψαρά από την Τσακωνιά που του έμαθε να γράφει και να διαβάζει, παρόλο που στο σχολείο αρνιόταν να πάει και στις ερωτήσεις κάποιων λευκών απαντούσε: «Δεν πάμε σχολείο …Γιατί με τον καταυλισμό του Νώε χάθηκε το τσιγγάνικο αλφάβητο · άμα ξαναβρεθεί θα πάμε».
Η αφήγηση της κύριας ιστορίας διακόπτεται από θρύλους και παραδόσεις των τσιγγάνων που εγκιβωτίζονται και αιτιολογούν το νομαδικό τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια τους και κάποιες ιδιαιτερότητες του χαρακτήρα τους (όπως η τάση να λένε ψέματα, να υπερβάλουν, να λένε παραμύθια). Χαρακτηριστική είναι η παράδοση για την κατάρα που ξεστόμισε η Παναγία εναντίον του Πρωτόγυφτου που έφτιαξε στο σιδεράδικό του τα καρφιά για τη Σταύρωση του Ιησού: « Άντε μωρέ ατσίγγανε, ποτέ αχιλιά να μην κάνεις. Ούτε η τραχηλίτσα σου πουκάμισο μη βάλει .Και σε παλιοστρατί να γυρίζεις, πάντοτε σε ξένη χώρα, χωρίς να μπορείς να πεθάνεις.» Αναφέρεται ακόμα ένας θρύλος για μια γύφτισσα που σκότωσε ένα δράκοντα και ο αρχιδικαστής την επιβράβευσε γι αυτήν της την πράξη και για το ότι είπε αλήθεια απελευθερώνοντας τον μελλοθάνατο βαρυποινίτη άντρα της και επιτρέποντας στους τσιγγάνους να κατοικούν στις πόλεις: «Κι οι χωριάτες διηγούνται ότι οι γύφτοι μπορούν πια να ζουν στα χωριά και στις πολιτείες, φτάνει να μη λένε ψέματα τόσα πολλά, που τα λόγια τους να μοιάζουν με παραμύθια.» Οι θρύλοι αυτοί και οι παραδόσεις της φυλής τους τον έχουν επηρεάσει τόσο πολύ που πιστεύει πως στα αμπέλια ακούγεται η φωνή του δράκου. Ζει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα.
Ιδιαίτερο είναι το δέσιμό του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Συμπονά τα άλογα που τα μεταφέρουν σαν φυλακισμένους για να τα πωλήσουν. Εξαιρετικά σημαντική όμως είναι η αγάπη που αισθάνεται για ένα φίδι με το όνομα Κλεοπάτρα, που είχε στην κατοχή κάποιος λευκός. Η έλξη που αισθάνεται γι αυτό μοιάζει με ερωτική: «Ανασήκωνε το κεφάλι της και με κοίταζε εκστατικά, πράσινη, πράσινη, με κάτι στίγματα καφετιά, όμορφη, γουρλομάτα, να τη φιλήσεις σου’ ρχότανε…». Γι αυτό και αποφάσισε να την κλέψει. Της έριξε ένα υπνωτικό σπρέι και την άρπαξε . Όταν αργότερα όμως στάθηκε να την κοιτάξει διαπίστωσε με απογοήτευση πως δεν είχε κλέψει παρά το φιδοτόμαρο, το «φουστάνι» της. Η ιστορία αυτή, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, κινείται στα όρια του παραμυθιού και της αλήθειας, όπως και όλη η ζωή των τσιγγάνων. Ίσως ο έρωτάς του για το φίδι να υποκαθιστά τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Πάκω μια νεαρή τσιγγάνα, ίσως να δείχνει την ανάγκη του να μεγαλώσει, να ενηλικιωθεί, μέσα από μια σπουδαία και επικίνδυνη πράξη σαν κι αυτή και να κατακτήσει τα όνειρά του, ακολουθώντας τους κανόνες της φυλής του. Ακόμα ισχυρό είναι το δέσιμό του με ένα νεαρό αρκούδι που έμεινε χωρίς αφεντικό, όταν εκείνος πέθανε. Ήταν τρυφερός μαζί του και ο μόνος από την παρέα που το έπεισε να φάει για να ζήσει. Ένοιωθε κατά κάποιο τρόπο ότι είχε κοινή μοίρα μ’ αυτό. «Έχεις χάσει τα νερά σου καημενούλι. Σ’ αισθάνομαι, θέλεις το δάσος σου .. Και σένα θα ΄ λειψε η μάνα σου, γι αυτό κατάφεραν και σε πιάσαν,ε; και τώρα σου λείπει γι αυτό δεν τρως … Τα ίδια έκανα και λόγου μου όταν πιάστηκε η μάνα μου, έννοια σου. Είχα τρεις μέρες να φάω, δεν κατέβαζα τίποτα, μέχρι που αναγκάστηκαν να με πάνε στη φυλακή. Εκεί άρχισα να ξανατρώγω… γυρνώντας στο τσαντήρι, χρειάστηκε να κουβαλήσουν και τη φουστάνα της, κι έτσι τυλιγμένος έτρωγα, κοιμόμουνα, λέει η μπάμπω μου.» Ίσως το φουστάνι της Κλεοπάτρας να υποκαθιστούσε τη φουστάνα της μάνας του, τη φουστάνα της μπάμπως του ή της Κλης, που συμβόλιζε την ανάγκη του για τρυφερότητα και ηρεμία. Κατά τη διάρκεια μιας πλημμύρας που ξεθεμέλιωσε τον καταυλισμό, έχασε το αρκούδι. Ήταν πια μήνας Νοέμβριος και πήραν το τρένο με τη γιαγιά του και τον αδελφό του για την πόλη όπου θα δικαζόταν η μητέρα του. Και η περιπλάνησή τους συνεχίζεται… Όπως έλεγε ο μεγάλος παππούς (ο προπάππους του) λίγο πριν πεθάνει : «-Να μη στεκόμαστε σε ένα μέρος πολύ. Γιατί ο θάνατος κυνηγάει τον καθένα μας από πίσω, όπως ο ίσκιος του, δω να τον φτάσει, κει να τον φτάσει. Άμα σταματήσεις πολύ στο ίδιο μέρος, θα γίνει κι αυτό να σε φτάσει. Ενώ άμα βαδίζεις…»
ΘΕΜΑΤΑ
Ο τρόπος ζωής των τσιγγάνων, οι παραδόσεις των τσιγγάνων, η ενηλικίωση του έφηβου, ο ρατσισμός απέναντι στους τσιγγάνους.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Την αφήγηση κάνει ο Βαλάντης ή Χαμπίμπης στα τσιγγάνικα,. Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο, μέσα απ’ τα μάτια του αγοριού, καθώς ζει τα γεγονότα. Υπάρχουν επίσης περιγραφές και διάλογοι.. Κάποιες φορές οι διάλογοι μεταφέρονται σε πλάγιο λόγο. Στις εγκιβωτισμένες ιστορίες η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο.
ΓΛΩΣΣΑ
Το λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλούς ιδιωματισμούς από την τσιγγάνικη διάλεκτο και ανταποκρίνεται στο ήθος του νεαρού τσιγγανόπουλου. Επίσης παρατίθενται αποσπάσματα από τσιγγάνικα τραγούδια στη γλώσσα των ρομά και μεταφρασμένα στα ελληνικά.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο μυθιστόρημα αυτό ο/το ξένος/ο έχει τη μορφή του τσιγγάνου. Ανακαλύπτουμε τις ιδιαιτερότητες της ζωής του, τη διαφορετικότητα τους και πόσο και εμείς στα μάτια τους μοιάζουμε ξένοι, διαφορετικοί. Γι αυτούς οι λευκοί είναι άσχημοι. Ο Χαμπίμπης παρατηρεί πόσο άσχημη έγινε η γιαγιά του όταν κάποτε «άσπρισε από το φόβο της», ενώ η αγαπημένη του Πάκω «ξεχώριζε ανάμεσα σε όλα τα κορίτσια… για τη μαυρίλα της, που ήταν τόση, ώστε όταν κρέμαγε πίσω στη μαντίλα της κεράσια κόκκινα, έμοιαζε με κάτι κάρβουνα μισοαναμμένα.» Ο Χαμπίμπης και τα υπόλοιπα τσιγγανόπουλα ειρωνεύονται «τα μπαλαμάκια» (τα παιδιά των μη τσιγγάνων Ελλήνων), επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν ποδήλατο στους χώρους του καταυλισμού μετά το σεισμό, γιατί ήσαν μαθημένα στην άσφαλτο. Καταλαβαίνουμε ότι η περιπλάνηση ταιριάζει με το χαρακτήρα τους. Ζουν ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι. Έτσι το ψέμα είναι μια άλλη πραγματικότητα γι αυτούς . Έχουν πλούσια παράδοση. Παρά το ότι αναγκάζονται να ζουν επικίνδυνα έχουν μεγάλες ευαισθησίες, όπως φαίνεται από το δέσιμο του κεντρικού ήρωα με τα ζώα. Οι υπόλοιποι πρέπει τους βοηθήσουμε να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής τους με σεβασμό στη διαφορετικότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου