Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

ΚΑΠΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ ΕΛ.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στις δύο πρώτες σελίδες η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η Ευριδίκη, μαθήτρια της Β΄ Λυκείου κάνοντας μια εισαγωγή μας εξομολογείται την πικρία της και τον πόνο της για έναν ματαιωμένο έρωτά της λόγω της κοινωνικής απόστασης που τη χώριζε από το νέο που αγάπησε. Αυτός ο πρόλογος μας προειδοποιεί για όσα θα συμβούν αργότερα και με τα ίδια λόγια θα αποτελέσει κομμάτι ενός κεφαλαίου. Στη συνέχεια ξετυλίγει την αφήγηση για να μας μυήσει στην ιστορία της. Βρίσκεται στα Τρίκαλα με την οικογένειά της, τους γονείς, τα αδέλφια της και τη γιαγιά της από τη πλευρά του πατέρα της, την Ανάστα, μετανάστες στη χώρα καταγωγής τους, παλιννοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες από την Τασκένδη της Ρωσίας. Ο πατέρας της εργάζεται ως επιστάτης σε ένα μεγάλο αγρόκτημα έξω από τα Τρίκαλα και κατοικούν σε μια αποθήκη που τους έχει παραχωρηθεί. Επέστρεψαν στην Ελλάδα, θύματα της οικονομικής κρίσης μετά τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας τους. Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ του παλαιού τους πανέμορφου σπιτιού στην Τασκένδη με το νέο της χαμόσπιτο στα Τρίκαλα, συγκρίνοντας τη ζωή στα Τρίκαλα με τη ζωή στην Τασκένδη, μέσα από αφηγήσεις που παρεμβάλλονται στην κύρια αφήγηση, η Ευριδίκη μιλάει για την ιστορία της οικογένειάς της.
Οι παππούδες της λόγω των πολιτικών τους πεποιθήσεων μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου (1949), είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν και να εγκατασταθούν στη Ρωσία όπου τα πράγματα γι αυτούς θα ήσαν αρκετά καλύτερα. Η γιαγιά της, χήρα στα είκοσι πέντε της χρόνια με τον πατέρα της εξάχρονο αγόρι στην αγκαλιά είχε φύγει από τα χωριά της Σπάρτης και μέσω της Αλβανίας και της Ουγγαρίας εγκαταστάθηκε τελικά στην Τασκένδη. Οι γονείς της μητέρας της είχαν φθάσει εκεί από τα χωριά του Βόλου. Στην Τασκένδη, ο πατέρας της Πάνος δίδασκε ηλεκτρονική φυσική στο Πανεπιστήμιο και παράλληλα ήταν ποιητής, ενώ η μάνα της η Όκτια /Οκτωβρία ήταν δασκάλα.
Η πατρίδα τούς είχε αφαιρέσει την ιθαγένεια, αλλά η επιθυμία τους για την πατρίδα δεν έλειψε. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πιστεύουν ότι τα πράγματα θα ήσαν καλά γι αυτούς και ότι θα έβρισκαν εύκολα δουλειά ανάλογη με τα προσόντα τους. Επιστρέφουν για να κάνουν μια νέα αρχή, γι αυτό και η γιαγιά δε διεκδίκησε ό,τι της ανήκε από την παλιά της περιουσία. για να κάνουν μια νέα αρχή. Πιστεύουν στις παρήγορες ειδήσεις πως «έφυγε πια και πάει η καχυποψία απέναντι στους πολιτικούς πρόσφυγες». Ο πατέρας τον πρώτο καιρό μετά την επιστροφή τους έτρεφε ελπίδες ότι θα τον προσλάμβαναν στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Καμιά από τις ελπίδες του δεν πραγματοποιήθηκε. Ακόμα και ο φίλος του ο Λευτέρης που είχε υποσχεθεί πως θα τον βοηθούσε στην Ελλάδα, όταν έφθασαν στα Τρίκαλα έγινε άφαντος. Τα αδέλφια της που πηγαίνουν στο Δημοτικό αναγκάζονται να αλλάξουν σχολείο, γιατί τα υπόλοιπα παιδιά τα απέφευγαν και οι δάσκαλοι δεν τα υποστήριξαν όσο έπρεπε. Εκείνη δε συναντά δυσκολίες, καθώς μιλούσε ήδη ελληνικά στο σπίτι της. Δεν παύει όμως να μην έχει φίλες στο σχολείο. Τις ελπίδες της αλλά και τις απογοητεύσεις της τις εξομολογείται με γράμματα στην καρδιακή της φίλη, τη Ρεγγίνα που βρισκόταν στην Τασκένδη. Η ζωή της φωτίζεται όταν γνωρίζει το Σωτήρη Χατζηιωάννου, το γιο των αφεντικών τους, φοιτητή σε Πανεπιστήμιο της Αγγλίας, που βρίσκεται για διακοπές στην Ελλάδα. Οι δύο νέοι ερωτεύονται. Η Ευριδίκη διαπιστώνει πως χάρη σ’ αυτόν τον έρωτα «μπορεί να υποφέρει και να αντέξει πολλά και να σχεδιάσει καλύτερες μέρες». Και τότε συμβαίνει το εξής «παράδοξο». Ενώ η οικογένεια Χατζηιωάννου, αρχικά στέκεται στοργικά και συμπονετικά απέναντι στην οικογένεια της Ευριδίκης, όταν πληροφορείται για το ειδύλλιο των δύο νέων, αλλάζει στάση και φαίνεται πόσο επιφανειακή ήταν η αποδοχή των ξένων. Οι γονείς του Σωτήρη τους κηρύσσουν τον πόλεμο και εξευτελίζουν την οικογένεια της Ευριδίκης. Οι κοινωνικές διαφορές τους είναι τεράστιες. Εκείνος φοιτητής ο οποίος σπουδάζει στο Λονδίνο από μια πλούσια οικογένεια κι εκείνη πρόσφυγας που τώρα ξεκινάει η νέα της ζωή. Όπως είναι φυσικό, η κυρία Ερασμία προσπαθεί να δώσει στο γιο της να καταλάβει πως η κοπέλα δεν είναι του κύκλου τους, πράγμα το οποίο αρχικά δεν καταφέρνει. Αλλά κι στις εξόδους με το Σωτήρη αντιμετωπίζει το χλευασμό των φίλων του: «Γιατί τι έχουν οι πρόσφυγες; Απ’ ό,τι βλέπω μερικές είναι μανούλια..» . Και ο ίδιος ο Σωτήρης δύσκολα υπερασπίζεται τα σχέση τους: «Πού να φανταζόταν ο φίλος μου ότι εμείς οι δύο …Τελοσπάντων ότι είσαι το κορίτσι μου. Πως σ’ έχω αγαπήσει …».Τελικά αναγκάζεται να υποταχτεί στη θέληση των γονιών του και να μην ξαναεπικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Η οικογένεια της Ευριδίκης αναγκάζεται για μια ακόμα φορά να εγκαταλείψει τον τόπο όπου είχε εγκατασταθεί.
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε / να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί·/ κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά/ κάποτε δεν τα βρίσκει· Μη μου μιλάς για τ’αηδόνι μήτε για τον κορυδαλό/ μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα/ που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις.» Το ποίημα αυτό του Γ. Σεφέρη με τον τίτλο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» δανείζει τον τίτλο στο μυθιστόρημά μας. Συντέθηκε μετά από τον πόλεμο σε μια ανοιξιάτικη μέρα. Ο ποιητής αναφέρεται στη διαφορετικότητα μιας ημέρας πολέμου από μια ημέρα ειρήνης. Από τη μια έχει μπροστά του αηδόνια, κορυδαλλούς και σουσουράδες και από την άλλη πίσω του απλώνεται το απόλυτο χάος – άνθρωποι που αναγκάζονται να ξενιτευτούν, να χάσουν τα σπίτια τους και την περιουσία τους. Όπως και η Ευριδίκη της ιστορίας μας.


ΘΕΜΑΤΑ
Τα θέματα τα οποία θίγονται στο βιβλίο είναι: η ανοχή απέναντι στο διαφορετικό, η μετανάστευση, ο ρατσισμός απέναντι στους μετανάστες, η αγάπη, ο έρωτας, η φιλία, η ενηλικίωση,.
Στο μυθιστόρημα ο έρωτας είναι μια πηγή δυστυχίας στην οικογένεια των μεταναστών, επειδή η Ευρυδίκη, η νεαρή ηρωίδα που γεννήθηκε στην Τασκένδη από Έλληνες γονείς, πολιτικούς πρόσφυγες και ο γιος της Ερασμίας, που σπουδάζει στο Λονδίνο, είναι το αταίριαστο- σύμφωνα με τους άλλους- ερωτικό ζευγάρι. Στην ουσία υπάρχουν διαφορές καταγωγής και κοινωνικής θέσης. Δεν είναι όμως ο έρωτας το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος. Το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος είναι η ανοχή απέναντι στο ξένο το διαφορετικό.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
Στο συγκεκριμένο βιβλίο οι ξένοι είναι οι παλλινοστούντες πολιτικοί πρόσφυγες που εγκαθίστανται στην Ελλάδα, χώρα υποδοχής μεταναστών. Πρόσφυγας είναι αυτός που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του λόγω ενός πολέμου ή μιας δίωξης. Η επανένταξη τους στην ελληνική κοινωνία δεν ήταν καθόλου αυτή που περίμεναν. Το φάσμα της ανεργίας τους οδήγησε τους ενήλικες σε απόλυτα άσχετα επαγγέλματα χωρίς να μπορούν να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους. Ούτε και τα παιδιά μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα κοινωνία. Απέκτησαν τη βεβαιότητα ότι «εδώ σε τούτον τον τόπο, η δική μας οικογένεια περισσεύει.». Η ηρωίδα του βιβλίου μας δίνει ακόμα μία εντελώς διαφορετική έννοια στη λέξη «Πρόσφυγας». Γι’ αυτήν «Πρόσφυγας» σημαίνει Πόνος, Πίστη, Περηφάνια, Πατέρας, Παρών, Πατριώτης, Προαιώνιος και κάμποσα άλλα…

ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ
Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο από την πλευρά της Ευριδίκης που μετέχει στην ιστορία. Στην κύρια αφήγηση παρεμβάλλονται εμβόλιμες ιστορίες με αυτοτέλεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου